United States or Afghanistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γέρο Διαμάντη, δε μιλείς, δε μας καλημερίζεις; Όλος ο κόσμος χαίρεται για την ανάστασή μας Και στολισμένος μας θωρεί. Σε λίγο το σπαθί σου, Που εσκούριασε ’ς τη θήκη του θα πιη να ξεδιψάση, Και συ το ξυπνητήρι μας, συ του βουνού τ' ορνίθι Εκλείδωσες τα χείλη σου;.. Τί σ' έπιασε, Διαμάντη; — Σαράντα χρόνια πολεμώ.

Διαμάντη, τι με θέλεις; Πώς άφησες το σκοτωμό και πώς με την Αστέρω Μου πέρνεις τα πατήματα;... — Θανάση;.. Με γνωρίζεις.. Δεν παρακάλεσα ποτέ... Κ' εμπρός σου... γονατίζω. — Πες μου, τι θέλεις;... γρήγορα.. — Αυτό το έρμο χώμα Αν ήν' αλήθεια παγαπάς, Θανάση... γλύτωσέ το... — Σου φαίνεται να δείλιασα; — Φύγε, Θανάση, φύγε. — Μη φαρμακεύης, γέροντα, το ψυχομάχημά μου.

Τους έδειξε μια σκλήθρα Κ' είπε πως ήτανε κεντρί.. Κι' όταν ο γέρο μάντης Εξάνοιξε ’ς την αγκωνή, μελαχρινή λουρίδα, Που πρόβαινε σα σερπετό, του θόλωσαν τα μάτια, Που πιάστηκε η αναπνοά, του αχνίσανε τα χείλη, Βαρειά, βαρειά αναστέναξε κ' εκόπηκε η φωνή του... — Διαμάντη, τι σ' εξάφνισε;... — Οχιά με τον οσκρό της.

Αχ, δεν τα μεγαλώνω όσο τους πρέπει και τους ταιριάζει. Και δεν είναι οι μεροδουλευτάδες μονάχα, είναι κ' οι πραματευτάδες, κ' οι αρχόντοι, κ' οι προεστοί. Μόλις σφαλνούνε τα μαγαζιά, κι αρχινούν το πιοτό οι πατριώτες. Από τον Παράδεισο του παπά Χαραλάμπη, ίσια στου κυρ Διαμαντή την ταβέρνα. Κ' έτσι περνάει και ξεχνιέται η ώρα, η μέρα, ο χρόνος κ' η ζωή.

Ψυχομαχάει κι' ακόμα Κρατεί τ' αυτιά του τεντωτά... Ομέρπασα Βριόνη Σου στέλνει χαιρετίσματα του Διάκου το μιλλιόνι. — Μήτρε, τα μετωρίσματα, παλληκαριά δεν είναι, Όπου είν' ο χάρος Βασιλειάς... Διαμάντη!...Τον δερβίση. — Θανάση, ως τώρα τρεις φοραίς τον έβαλατο μάτι Και δε μου δείχνει μέτωπο. Θα να τον τρώγη το αίμα. — Νάτος... Εξεσκεπάστηκε... Φωτιά... Διαμάντη... ρίξε...

Τους βλέπω εγώ, Διαμάντητου Βακογιάννη τα πλευρά, 'ς τα στήθια του Καλύβα Χτυπάει το κύμα και σκορπά. Τους έζωσε η πλημμύρα Και δε σπαράζουν απεκεί. Τρέχα να πης του Λάμπρου Να πάη μ' εξήντα διαλεχτούς... Φτερά... κ' η ώρα σφίγγει. Μήτρε μου! Το μιλλιόνι μου... Μας είδανε... Ο δερβίσης Στάθηκ' εμπρός και ρυάζεται... Κρατεί και δυο κεφάλια!.. — Εδώθε του Δεσπότη μας, ζερβιά του Παπαγιάννη.

Πάψε... Γέρο Διαμάντη, Δος μου το μήλι σου να ιδώ.. Μην κρένης... ξεστηθώσου.. Καλά σου την εφύτεψαν... Ο χάρος από τρίχα... Ξανθό.. Φρυμμένη πηγανιά... Ό,τ' είναι... Τώρα πες μου. — Θανάση, μας εχάλασαν... Δεν είχε σκάση ο ήλιος, Που εχύθηκε ο Ομέρπασας... Χτυπάει το Δυοβουνιώτη Και τόνε πέρνειτο φτερό.. Δεν έπαιξε λεπίδι...

Γέροντα, τ' είναι πώπαθες!.. Ανάθεμα την ώρα Που ο Γούμενος τ' Άη Γιαννιού από την Αρτοτίνα Το λαμπριάτικο τ' αρνί, θυμήθηκε να στείλη. Και τρις ανάθεμά τηνε την ώρα που οι συντρόφοι Σου εδείξανε την πλάτη του!.. Πες μας τι γράφ' η μοίρα; Εστρώθηκαν ’ς τη χλωρωσά τριγύρω ’ς το Διαμάντη Ο Λάμπρος κ' οι συντρόφοι του.