United States or Palestine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκέντρωσε μια μέλισσα τον έρωτα τον κλέφτη όταν της έκλεβε κερί μέσ' από την κυψέλη, κι όλα του τακροδάχτυλα τα βρήκε το κεντρί της. Κι αυτός πονούσε ο δύστυχος κ' εφύσαγε τα χέρια κ' εχτύπαγε τα πόδια του πηδώντας απ' τον πόνο· κ' έτρεξε στη μητέρα του την ώμορφη Αφροδίτη κ' έδειξε τα χεράκια του και της παραπονέθη πως είν' η μέλισσα μικρή κι όμως σκληρά πληγώνει.

Σεις όμως, αν πεισθήτε από εμέ, αφ' ού λάβητε ολίγον υπ' όψιν σας τον Σωκράτην και πολύ περισσότερον την αλήθειαν, αν μεν νομίσητε ότι σας λέγω καμμίαν αλήθειαν, παραδεχθήτε αυτήν αν δε όχι, αντιτείνετε με όλα σας τα επιχειρήματα, προσέχοντες από την προθυμίαν μου να μη απατήσω συγχρόνως και τον εαυτόν μου και σας, και φύγω καθώς η μέλισσα αφήνων το κεντρί μου.

Κράζει τον γιο του μονάκριβο βλαστό, παρακαλεί και λέγει του με σβυσμένη φωνή, με θολωμένα μάτια: — Καλέ μου και χρυσέ μου έλα και πάρε τα. Ντύσου χλαμύδα το σιδεροπουκάμισο· βάλε το Στέμμα στεφάνι αγκαθερό· κράτει το Σκήπτρο κεντρί του έθνους σου, δέσποζε και κυβέρνα. Κυβέρνα σαν πατέρας και σαν βασιλιάς. Το βασιλόπουλο πεισματικά του απαντά: — Πατέρα σε ονομάζω και βασιλιά σε προσκυνώ.

18. — Τι λοιπόν μούκαμε της Χλόης το φιλί; Τα χείλη της είναι πιο τρυφερά κι από τα τριαντάφυλλα και το στόμα της πιο γλυκό κι από τις κερήθρες· μα το φιλί της πιο φαρμακερό κι από το κεντρί της μέλισσας. Πολλές φορές εφίλησα κατσικάκια· πολλές φορές εφίλησα σκυλάκια νιογέννητα και το μουσκάρι που εχάρισε ο Δόρκωνας· μα το φιλί τούτο είναι αλλιώτικο.

Μύθος δεν είνε, εγώ πονώ κ' εσύ το ξέρεις Χρύσω. — Η κόρη ολόρθη σώπαινε, κι' όντας σωπαίν' η κόρη Κ' όντας δε φεύγει δε προγγά, θα πη πως δεν πεισμώνει, Θα πη πως την ελόχεψε κι αυτή με το κεντρί της Η μέλισσα η χρυσόφτερη που τήνε λεν Αγάπη, Και με τα λόγια τα γλυκά τ' αγούρου αναγαλιάζει. Ψάρεψε ο Λάμπρος στη σκοπή τ' άφαντο μυστικό της.

Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ Κοιλιά φειδιού του βάλτου, βράσε, φούσκωσε! Να 'μάτι γουστερίτσας, πόδι βαθρακού, πούπουλο νυχτερίδας, σαύρας δακτύλο, πτερό της κουκουβάγιας, στόμα σκουληκιού, και γλώσσα μανδροσκύλου, και οχειάς κεντρί! Όλ' ανακατωθήτε και αφρίζετε, να γείνη στοιχειωμένος διαβολοχυλός! ΑΙ ΤΡΕΙΣ ΟΜΟΥ Γύριζε, βάζε, βράζε, ανακάτονε. καίε φωτιά και τρίζε, κόχλαζε νερό!

Και κάπουκάπου φωνή τρεμάμενη, του λαού ίσως, ίσως του γεροντομπασμένου βασιλιά, θρήνος γίνεται και κράζει βοήθεια το βασιλόπουλο: — Καλέ μου και χρυσέ μου, έλα και πάρε τα. Ντύσου χλαμύδα το σιδεροπουκάμισο· βάλε το Στέμμα στεφάνι αγκαθερό· κράτει το Σκήπτρο κεντρί του έθνους σου· δέσποζε και κυβέρνα. Κυβέρνα σαν πατέρας και σαν βασιλιάς!...

Άξαφνα, όμως διάπλατη ανοίγει η πόρτα και ξανθή αχτίνα μπαίνει μέσα το βασιλόπουλο. — Πατέρα σε ονομάζω και βασιλιά σε προσκυνώ· λέγει γονατίζοντας εμπρός του. Όλα τα παίρνω τόρα και σ' αλαφρώνω τη ζωή. Ντύνομαι τη χλαμύδα το σιδεροποκάμισο· βάνω το Στέμμα στεφάνι αγκαθερό· παίρνω το Σκήπτρο κεντρί του έθνους μου. Κυβερνώ σαν πατέρας και σαν βασιλιάς.

Ο καθένας να βγάζη το ψωμί του, και το πιώτερο το ψωμί βγαίνει από κει που έπρεπε να πηγαίνη. Στη μέση κοίτεται η εθνική η μελόπηττα, και τριγύρω σωριάζουνται οι πεινασμένες οι σφίγγες και τη βυζάνουν. Καθένας και το κεντρί του, και το κεντρί αυτό είναι το &Εγώ& του Ρωμιού. Ο λαός αυτός, που τονε βλέπεις τώρα και θαρρείς πως παράκμασε, και πως έχασε τον ηρωισμό του, μην το θαρρής.

Και για να την καλονοιώση, έλα να σου καθίσω αυτό το στερνό μου το κεντρί, να τρίβης κατόπι το μάγουλό σου και να με θυμάσαι: Σα σκορπιστή αυτή η ιδέα, που τη λεν κάτι που δε σου το φανερώνω να μη σου κατέβη και ξαφνικό, αρχίζει κι ανάβει μεγάλη φλόγα μέσα στις τυραννισμένες καρδιές, που όσο τη φυσάεις, άλλο τόσο μεγαλώνει εκείνη.