Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025


Το λεπτοπελεκημένο ξύλο, το μάρμαρο, το λινό κανναβόπανο γέμιζαν θαύματα, όταν το πινέλο του περνούσε χαϊδευτικά από πάνω τους· κ' η ζωή βλέποντας την ίδια της εικόνα σώπαινε, μη τολμώντας να μιλήση.

Καμμιάν φοράν εις αυλικού παρασκαλόνει μύτην, και εύνοια βασιλικήτον ύπνον του μυρίζει. Αυτ' είν' η στρίγλα πώρχεται την νύκτα, και πλακόνει τας νέας, όταν κείτονται ανάσκελατην κλίνην, και τας γυμνάζει να βαστούν των γυναικών το βάρος· αυτ' είν' εκείνη.... ΡΩΜΑΙΟΣ Σώπαινε, Μερκούτιέ μου, σώπα, και διά τίποτε λαλείς.

Ό,τι περάσαμε από κάτι σπαρτά σκύβοντας και πήραμε το βουνό, άρχισε να κλαίη το μωρό στην αγκαλιά της Χριστίνας! Τι να κάμουμε τώρα! Βύζαξέ το, της φωνάζω. Του κάκου, δε σώπαινε το μωρό! — Φράξε το στόμα του, σφίξ' το στην αγκαλιά σου, για τόνομα του Θεού, και χαθήκαμε! Πάλι του κάκου! Το παιδί όλο τσίριζε. — Άι, να σου πω, Χριστίνα, της κάνω τότες, άλλον τρόπο δεν έχει. Ή αυτό θα πάη, ή όλοι μας.

Νέα κι αφοσιωμένη μου είχε ρθει, μα σε όλη την ευτυχία, που έλαμπε γύρω της κ' έκανε αλαφρό το πάτημά της, είτανε μια μελαγχολία, που είτανε τόσο μεγαλήτερη όσο σώπαινε τόσον καιρό. Νόμιζα πως θυμόμουνα τώρα πως από νωρίς ακόμα η ύπαρξή της όλη στεκότανε σ' ένα επίπεδο διαφορετικό από το επίπεδο των άλλων.

ΚΑΛΙΜΠ. Καθώς σου έλεγα, δουλεύω ένα τύραννο· ένα μάγο, που με τη σοφία του μου έκλεψε τούτο το νησί. ΑΡΙΕΛ. Ψέμματα. ΚΑΛΙΜΠ. Εσύ τα λες, μαϊμού αναγελάστρα· εσύ. Να σ' εχαλούσε ο γενναίος μου Κύριος! εγώ δεν λέω ψέμματα. ΣΤΕΦΑΝ. Τρίνκουλε, ανίσως τον πειράξης πάλι στην ομιλία του, μα τούτο το χέρι, σου πετάω κανένα δόντι. ΤΡΙΝΚ. Και τι; εγώ δεν εμίλησα. ΣΤΕΦΑΝ. Σώπαινε, λοιπόν, και φθάνει. Λέγε.

Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Μάννα, τι θα ταις είπης συ; φροντίδα σου δεν είναι· 500 θα ταις νοήσω μόνος μου καλώς, την καθεμία· σώπαινε συ, καιτων θεών το θέλημ' αναπαύου».

ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Δεν τ' ακούω αυτά εγώ, κύριε: η κόρη μου δεν είνε για σας. ΚΛΕΟΝΤ Πώς; ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Δεν είστε αριστοκράτης, δε θα πάρετε την κόρη μου. Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Μα τι θέλεις να πης με τ' αριστοκρατιλίκι σου; Μη εμείς είμαστε από κανένα μεγάλο σόι; ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Σώπαινε συ. Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Είμαστε τίποτ' άλλο κ' εμείς από απλοί νοικοκυραίοι; ΖΟΥΡΝΤΑIN Θα μαζέψης τη γλώσσα σου;

Ο Έφις σώπαινε∙ σώπαινε και τον κοίταζε και τα μάτια του ήταν τόσο γεμάτα από πάθος, από τρόμο, από χαρά που ο ντον Πρέντου σοβάρεψε. Προσπάθησε όμως πάλι να αστειευτεί. «Γιατί αναστατώνεσαι τόσο; Πιστεύεις ότι θα σου πληρώσω όσα σου χρωστάνε; Όχι, βέβαια. Εσύ θα τα βρεις με την Έστερ. Εγώ μένω απ’ έξω. Έπειτα είναι και κάτι άλλο…»

Αργά ξανάρθε ο ελληνικός ο ηρωισμός, παιδί μου, κ' έπεσε και χάθηκε μέσα σταπέραντο εκείνο το αίμα». Και λέγοντας αυτά δάκριζε ο Παΐσιος. Ο μικρός τότε τον κοίταζε κατάματα και σώπαινε. Και σαν τον κοίταξε καλά καλά, πετιέται άξαφνα και του λέει·Έννοια σου, θειέ μου, και θα φυτρώση πάλι ο Κωσταντίνος. Εδώ τελειώνει το πρώτο το κεφάλαιο του παραμυθιού.

ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Σώπαινε, σου είπα. ΔΟΡΑΝΤ Πώς είσθε, αγαπητέ μου φίλε, κύριε Ζουρνταίν; ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Πολύ καλά, κύριε· σας προσκυνώ. ΔΟΡΑΝΤ Και η κυρία Ζουρνταίν πώς είνε; Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Η κυρία Ζουρνταίν είνε όπως θέλει. ΔΟΡΑΝΤ Ω!... κύριε Ζουρνταίν! Είσθε ο κομψότερος άνθρωπος του κόσμου! ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Βλέπετε;

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν