United States or Iraq ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άμα τον αντίκρυσα, στάθηκε· φώτιζε χαϊδευτικά τα νερά που κουνούσαν, και τα περνούσε με στενώτατα φύλλα χάλκινα, και αγάλι βούλιαζε από το πολύ βάρος. Μια μέρα ύστερα είμαι στην Ιωνία, κ' επειδή ήταν άλλοτε λεπτός και πλούσιος ο πολιτισμός της, το όνομά της έχει μάγια. Εκείνη την ημέρα μόνο η Ιωνία υπάρχει στον κόσμο, τα νησιά της, τα βουνά της, και η θάλασσά της.

Ο «Ζώης μας» εδώ κι ο «Ζώης μας» εκεί, το πήγαιναν νύχτα μέρα «Το μοναχό μας, τ' αρχοντοπλό μας, το μοσχοαναθρεμμένο μας, το τζοβαΐρ μας». Είχε γιομώσ' η γειτονιά με τ' όνομα του Ζώη, φορτωμένο μ' όλ αυτά τα χαϊδευτικά χαϊμαλιά. Δεν έμεινεν άλλο τώρα παρά να χτίση και το περιπόθητο σπίτι ο Ζώης.

Κακή! της είπε ο νέος χαϊδευτικά, δίνοντάς της ένα φιλί. — Δεν είμαι κακή· διαμαρτυρήθηκε η κόρη γλαρωμένη· μα μου αρέσουνε οι θυμοί του· είνε τόσο αστείοι!.. Ο Δημητράκης δε ρίχτηκε με τα μούτρα μόνον στη δουλειά μα και στη μελέτη! Αλήθεια έδινε τα πρωτεία σε κείνη· και τούτη όμως δεν την αμελούσε. Η μία ήταν απόλυτη ανάγκη για τη ζωή του· μα κ' η άλλη ήταν το ίδιο για το πνεύμα του.

Αυτή από την χαράν της με επήρεν εις τα χέρια της, και με εχάιδευσε, και λέγοντάς μου πολλά λόγια χαϊδευτικά με εφίλησε. Τότε και εγώ από το άλλο μέρος επλησίαζα με πολλήν νοστιμάδα την μύτην μου εις τα χείλη της και την εγλυκοφιλούσα. Α μαργιόλικο, εφώναξε γελώντας, φαίνεται, πως απεικάζεις εκείνο που σου λέγω ω και τι πολλά νόστιμον που είσαι.

Ο «Ζώης μας» εδώ κι ο «Ζώης μας» εκεί, το πήγαιναν νύχτα μέρα «Το μοναχό μας, τ' αρχοντοπλό μας, το μοσχοαναθρεμμένο μας, το τζοβαΐρ μας». Είχε γιομώσ' η γειτονιά με τ' όνομα του Ζώη, φορτωμένο μ' όλ' αυτά τα χαϊδευτικά χαϊμαλιά. Δεν έμεινεν άλλο τώρα. παρά να χτίση και το περιπόθητο σπίτι ο Ζώης.

Έλαμπαν συμπυκνωμένα τ' αστέρια αποπάνου μας γλυκύτατα, σα να ζητούσαν να μερέψουν χαϊδευτικά με τα θεϊκά φιλήματά τους το καταπονεμένο μας από τη θολούρα κορμί. Η ασημένια αχτίδα ενού μεγάλου και λαμπερώτατου, πούχε προβάλει κατά την Τσούμα του Δράκου τ' αψήλου, έπεφτε ως τα φυλλοκάρδια μου και τα γλύκαινε και τα βαλσάμωνε. Η νύχτα ήτον σιωπηλότατη.

Τότε λοιπόν μήπως ο νομοθέτης ο προστατευόμενος από τον Δία και ο Πυθικός δεν ενομοθέτησαν χωλήν την ανδρείαν, ώστε μόνον από τα αριστερά να αντιτάσσεται, από τα δεξιά όμως και τα κομψά και τα χαϊδευτικά να μη ημπορή να αντιταχθή; Ή και εις τα δύο μέρη; Και εις τα δύο μέρη, νομίζω με πεποίθησιν.

Το λεπτοπελεκημένο ξύλο, το μάρμαρο, το λινό κανναβόπανο γέμιζαν θαύματα, όταν το πινέλο του περνούσε χαϊδευτικά από πάνω τους· κ' η ζωή βλέποντας την ίδια της εικόνα σώπαινε, μη τολμώντας να μιλήση.

Έλαμπαν συμπυκνωμένα τ' αστέρια αποπάνου μας γλυκύτατα, σα να ζητούσαν να μερέψουν χαϊδευτικά με τα θεϊκά φιλήματά τους το καταπονεμένο μας από τη θολούρα κορμί. Η ασημένια αχτίδα ενού μεγάλου και λαμπερώτατου, πούχε προβάλει κατά την Τσούμα του Δράκου τ' αψήλου, έπεφτε ως τα φυλλοκάρδια μου και τα γλύκαινε και τα βαλσάμωνε. Η νύχτα ήτον σιωπηλότατη.