United States or Japan ? Vote for the TOP Country of the Week !


— Μ' τι να ειπώ ντε; Είπε ο γιδάρης, κυτάζοντας τον Αρβανίτη με βλακίστικο γέλοιο. — Για σας, ώρα καλή, μ' τι, καλμέρα αδά; — Άσ' τον άνθρωπο να καλημερνάει γι' αύριο, λέει ο Πολιάνος. — Ε, για σας δα, ώρα καλή, ξαναγελάει βλακίστικα ο πιστικός. — Πούθ΄ είσαι ωρέ; τον ρωτάει ο Αρβανίτης. — Απ' το Παλιοχώρι. — Πώς σε λεν; — Μπάρτζο. Μπάρτζους λεν τους τράγους πώχουν τα μούτρα παρδαλά, ασπρόμαυρα.

Και πώς, κύριοι, έτσι θα φύγετε, χωρίς να ιδούμεν τα χρυσά σας μούτρα; — Αλλά, κυρία μου, απαντά είς των νέων, ον είχε φαίνεται περισσότερον προσβάλει ο απρεπής του προσώπου του χαρακτηρισμός, τα μούτρα μας έχουν, βλέπετε, μουτσούναις, και ο αμαξάς μας μας είπεν, ότι είμεθα ελεύθεροι να μη ταις 'βγάλωμεν.

Η νύκτα είναι τόσον ερατεινή, ώστε να μη μπορή να γίνη αυτό, και το φεγγάρι, αν μας άκουε, θάβαζε περισσότερη στάχτη στα μούτρα του, παρ' όσην έχει τώρα. Όμως θυμήσου μοναχά ένα τέλειο μικρό έργο αισθητικής κριτικής, την Ποιητική του Αριστοτέλη.

Τότε ο Έφις τον κοίταξε από κάτω προς τα επάνω με πόνο και περιφρόνηση. «Έχεις μούτρα και το ρωτάς; Και γιατί βρίσκεσαι τότε ακόμη εδώ εάν δεν ξέρεις τι έχεις κάνει; Εγώ δεν θα σου πω τίποτα, δεν θα σου ζητήσω τίποτα γιατί δεν έχεις τίποτα. Ούτε καρδιά δεν έχεις! Ήρθα μόνο να σου πω ότι δεν πρέπει να ξαναπατήσεις το πόδι σου στο σπίτι τους!» «Δεν χρειαζόταν να κάνεις τον κόπο!

Οι υποκριταί πάνε δίπλα με τα βαμμένα τους μούτρα και τις κουκούλες των από χρυσωμένο μολύβι. Μ' όλους τους ακατάπαυτους ανέμους, που τους παρασύρουν, οι λάγνοι μας κυττούν και βλέπομε τους αιρετικούς να ξεσχίζουν τις σάρκες τους και τους λαίμαργους να τους μαστιγώνη η βροχή.

Την ίδια στιγμή εβούτηξ' ο παπάς το Σταυρό, κ' έψαλε «Σώσον, Κύριε, τον λαόν σου», κ' ύστερα όλος ο λαός, παιδιά, άνδρες, γυναίκες, έπεσαν με τα μούτρα στην αγιαστούρα του παπά και μέσα στη λεκάνη, κ' έπαιρναν αγίασμα με τα φλασκιά τους, με τα τασσάκια τους, κ' έπιναν, κ' εξεφωνούσαν: «Δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι! ».

Τα αγάλματα είνε κάτι μούτρα, κάτι φιγούραις πέτριναις, οπού παριστούν τους αρχαίους θεούς, τον Δία, τον Απόλλωνα, και τους άλλους δεν τους θυμούμαι. — Λοιπόν, έχει τέτοια ο αφέντης σου και τα προσκυνεί; — Σου το είπα. Και όχι μόνον τα προσκυνεί, αλλά τελεί και μυστήρια. — Τι μυστήρια;

Ξέσπασαν όλοι στα γέλοια· ο δήμαρχος, οι παπάδες, οι ψαλτάδες, ο λαός όλοι γέλασαν με την καρδιά τους. Οι γυναίκες γύρισαν τα μούτρα τους αλλού, χαχάνισαν κ' εκείνες πίσω από τα μαντήλια τους.

Τα πάθη των κυρίων των αυτοί τ' αναγριώνουν και ρίχνουν λάδι'ς την φωτιάν και εις τον πάγον χιόνι, και λέγουν όχι, λέγουν ναι, και 'σάν τας αλκυόνας την μύτην στρέφουν και γυρνούν με κάθε τρικυμίαν, με κάθε αλλαξοκαιριάν εκείνου 'πού δουλεύουν, και μόνον 'ξεύρουν, σαν σκυλιά, κατόπιν του να τρέχουν. Προς τον Οσβάλδον Ανάθεμα τα μούτρα σου τα σεληνιασμένα!

Ο Δημητράκης με τους δυο κολλήγους και με το γέρο Μαλαματένιο ρίχτηκε στη δουλειά με τα μούτρα. Δούλευε μεροδούλι στα ξένα χτήματα. Τόσον καιρό δουλεύοντας στ' αμπέλι της Ελπίδας κατάντησε από τους καλήτερους κι όλοι τον προτιμούσαν. Κ' εκείνος δεν αρνιόταν σε κανένα· δεν ξεχώριζε φίλους κι οχτρούς.