United States or Wallis and Futuna ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σαν τρελό περνάει τα στήθια τ' όπλο πετώντας ομπρός, κι' ο Δόλοπας σωριάστη με τα μούτρα. Όμως στον Αία ο Έχτορας τον ξακουστό χοιμίζει. 415 Και γιά 'να πλοίο πιάστηκαν οι διο, μα δε μπορούσαν μήτε τον Αία διώχνοντας να κάψει αφτός το πλοίο, και μήτε ο Αίας πάλε αφτόν να τον αμπώξει πίσω μιας και του Δία ο ορισμός τον πήγε ως στην αρμάδα.

Τα μαλλιά της είχαν ασπρίσει όλα, τα μούτρα της είχαν ζαρώσει, κι' η ράχη της είχε κυρτώσει, κ' αυτή δεν το γνώριζε!

ΑΛΟΝΖ. Τούτα δεν είναι πράμματα φυσικά· περισσεύουν πάντα στο παραδοξότερο. Λέγε, πώς ήρθες εδώ; ΠΛΩΡ. Αν επίστευα πως είμαι αλήθεια έξυπνος, θα επάσχιζα να σου το διηγηθώ. Σε μία στιγμή, αν σ' αρέση, ωσάν στα ονείρατα, μας εχώρισαν από τους άλλους, και μας εκουβάλησαν εδώ με τούτα μας τα ξαφνισμένα μούτρα. Επήγε καλά έτσι; Λαβαίνεις την ελευθεριά σου.

Εγώ εκεί μέσα; Χίλιες φορές καλλίτερα εκειδά κάτω· δείχνοντας κατά την εκκλησιά, που είταν και τα μνημούρια. Πάμε όξω, στη μοναξιά. Εκεί που δε βλέπουμε και μούτρα να τα ντρεπούμαστε. Και λέγοντάς τα αυτά, κατρακύλησαν και δυο κόμποι από τα ξαγρυπνισμένα του μάτια απάνω στα κατάχλωμα μάγουλά του.

Αλλά αι άλλαι πάπιαι 'παρετήρησαν όλην αυτήν την οικογένειαν και είπαν μεταξύ των: — Βλέπεις εκεί! Μας ήλθε και αυτή με τα παπιά της, ωσάν να είμεθα ολίγαι εδώ. Και πω, πω! τι μούτρα έχει εκείνο το παπί της! Κακόν χρόνον να έχη ! Και μία πάπια ώρμησε και εδάγκασε το άσχημον παπί εις τον λαιμόν. — Άφησέ το, εφώναξεν η μάνα του· δεν πειράζει κανένα.

Το αγόρι του, παιδί ως δέκα χρονώ, με τα μούτρα και τα χέρια πασσαλειμμένα από το υγρό μιας μεγάλης φέτας καρπουζιού που εκρατούσε κ' έτρωγε, έπαιζε τον κυνηγητό με την αδελφή του, κοριτζάκι αδύνατο, μικρότερο απ' αυτό, ενώ το σκυλλί του σπιτιού, μαύρο, σγουρόμαλλο, κοντοπόδικο, ωρμούσε κ' εδάγκανε, παίζοντας, πότε την άκρη του φουστανιού της μικρής, πότε τα παπούτζια του αγοριού με χαρμόσυνα γαυγίσματα.

Και θ' αποθάνη; είπα συλλογισμένος γιαυτό το μυστήριο του θανάτου, που πρώτη φορά το αντίκρυζα τόσο πλησίον με τη φοβερή κιαδυσώπη του δύναμη. Η μητέρα μου πήγε πραγματικώς, αλλά φαίνεται πως η θεια το Δεσποινιό της έκαμε κακή υποδοχή, γιατί γύρισε με μούτρα κατεβασμένα, μαύρη από θυμό και πείσμα, σαν να την είχαν μουντζουρώσει με το τηγάνι.

ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Θα σου σπάσω τα μούτρα, αν εξακολουθής να γελάς. ΝΙΚΟΛΕΤΑ Δεν μπορώ, κύριε, να κρατηθώ. Χι, χι, χι, χι, χι, χι. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Δε θα πάψης; ΝΙΚΟΛΕΤΑ Με συγχωρείτε, κύριε· μα είστε τόσο αστείος, που μου είνε αδύνατο να κρατήσω τα γέλια. Χι, χι, χι. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Κύτταξ' εκεί αυθάδεια! ΝΙΚΟΛΕΤΑ Είστε κωμικώτατος έτσι. Χι, χι ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Θα σε... ΝΙΚΟΛΕΤΑ Με συγχωρείτε, με συγχωρείτε, κύριε.

Αμμή, για την παραμικρήν αφορμή, τους βάνει να με κυνηγάν πότε ωσάν μαϊμούδες, που μου κάνουν κάθε λογής άσχημα μούτρα, μου τριζοκτυπούν τα δόντια τους, κ' έπειτα με δαγκάν. πότε ωσάν σκατζοχέροι, που μουλώνουν κουβαριασμένοι στο δρόμο εμένα του ξυπόλυτου, και όπου πατήσω μου στηλώνουν ταγκάθια τους.

Πώς τα σιχαίνομαι αυτά τα χαραμοψώμικα ! τάχα συγγενής, κι' ο Θεός να σε φυλάη. . .», είπε η Μπιμπίκα σε μιαν άλλη που διόρθωνε τη Βεργινία μαζί με την Ευρυδίκη. . . «Έχει και μούτρα και κλαίει! Δε βάσταξε η Λιόλια και ξαναβγήκε στην αυλή να ξεφωνίση. . . Δε φάγανε μεσημέρι. Κάποιος πήρε το Νίκο έξω.