United States or Malta ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με τη βόλτα, η κάπως πικρή ευθυμία των συντρόφων του πέρασε και στον Τζατσίντο. «Πάμε στο θέατρο, θείε Πιέτρο; Αυτή την ώρα στις πόλεις της Ιταλίας αρχίζει η ζωή και η διασκέδαση. Μπροστά από τα θέατρα περνούν πολλές άμαξες, σαν μαύρο ποτάμι. Βλέπει κανείς ακόμη και κυρίες να κάνουν βόλτα με τα σκυλάκια τους….» Ο Μιλέζος γέλασε τόσο που τον έπιασε λόξιγκας.

Ύστερα ανασηκώθηκε αγάλι' αγάλια, κάθησε σταυροπόδι έπιασε με τα δάχτυλα των χεριών του, τα δάχτυλα των ποδαριών του, χαμογέλασε κι είπε με μια φωνή απαλή και ψιθυριστή, όπως κάνουν τα παιδιά όταν γυρεύουν παρακαλώντας από τη γιαγιά τους, παραμύθια: — Πες μας για τον πόλεμο, κυρ λοχία... Ο λοχίας δε γέλασε άλλο. Ανασηκώθηκε κι αυτός λιγάκι.

Γιατί, πατέρα, κάθεσαι και ζαλίζεσαι για μένα· είπε στο Μαλαματένιο. Ας τους Μορφόπουλους να κάνουν τα κέφια τους. — Λέει την αλήθεια του Θεού, κόρη μου! είπε η γριά· τι τους έκαμες και σε μάχουνται τόσο ; Τα μάτια τους έβγαλες, μαθές! — Καλά δε θέλουν να σε ξέρουν πρόσθεσε ο γέρος. Μα να σε βρίζουν κι όλα! — Κι αν βρίζουν και τι; Οι βρισές απάνω τους γυρίζουν κ' έγνοια σας.

Αλλ' είτε κοι ίδιοι, είτε οι απόγονοί των, σε μια ή δυο γενεές, συνείθιζαν να ζουν ως Τούρκοι και τότε αληθινά απαρνούντο την καταδιωγμένη θρησκεία των. Ήτο όμως και πολύ δύσκολο, πολλάκις κιαδύνατο να κρατήσουν την απόφασή των, να κάνουν κρυφά τους τύπους της χριστιανικής λατρείας και φανερά να περνούν ως Τούρκοι.

Θα πίναμε όλοι πολλή μπίρα, θα τρώγαμε λαχαναρμιά και λουκάνικα μπόλικα, θα καπνίζαμε ηδονικά ολλαντέζικα χοντρά πούρα και θα ζούσαμε με περίσσια «ευμάρεια». Δε θα βρίσκουνταν πια κρασάδες για να τσιρίζουν και να κάνουν παράπονα στην Κυβέρνηση, ούτε να ταράζουν την ησυχία του κ. Βασιλικού, γιατί θα είχαν πνιγεί από τους μπιράδες. ― Κ' έπειτα;.... ― Ε, έπειτα «θα εβαίνομεν προς την. . . Πρόοδον».

Απέρασαν σχεδόν τρεις μήνες που η Κατηγέ ευρίσκονταν εις θλίψιν διά την αδελφήν της. Μα το διάστημα του καιρού, και οι ανάπαυσες που είχεν, άρχισαν ολίγον κατ' ολίγον να την κάνουν να εκβάλη από τον νουν την ενθύμησίν της, ήγουν να την αλησμονήση, και να ευρίσκεται πλέον ελαφρωμένη εις τες θλίψες της.

Έχει εκείνη θάρρος κ' επιμονή και δύναμη που δεν κάνουν καλά να την περιφρονούνε. Ο Αριστόδημος ακούοντας τέτοια λόγια γινότανε έξω φρενών. — Αίμα μας λέει; αίμα μας ; μη σ' ακούσω ναν το ξαναειπής! Όσο αίμα τους είν' ο κούκκος των περιστεριών γιατί έτυχε ν' αναστηθούν στην ίδια φωλιά, τόσο είμαστε και μεις μ' εκείνη. Τα χρωστάμε λέει σ' εκείνη ; Και τι μπορεί να μας δώκη μια κουρελού.

«Τέλος η μάννα μου άνοιξε τη νυφική της κασσέλλα, που είχε μέσα φυλαγμένα απ' όλα τα πωρικά, που βγαίνουν στο χωριό μου, κι' όλα τα γλυκύσματα, που κάνουν εκεί, δηλαδή: σύκα, σταφίδες, μήλα, καρύδια, ρόιδια, κυδώνια, μουστόπητες, σιρυμπίκια, και συκομαΐδες, κι' άρχισε να τα μοιράζη πολλά-πολλά απόλα στα λειανοπαίδια, που είχαν τρέξει όλα, άμα έμαθαν τον ερχομό μου, γνωρίζοντας, ότι θα καλοπλερόνονταν ο κόπος τους γι' αυτό.

Τώρα ας με δέσουν ας με κάνουν ό,τι θέλουν, ας με σκοτώσουν, δε με μέλει πεια». Οι άπιστοι προδότες τόσο σφιχτά της είχαν δέσει τα σκοινιά που το αίμα έτρεχε από τα χέρια της αυλάκι. Αλλά εκείνη είπε γελαστή: «Αν έκλαιγα γι' αυτόν τον πόνο, την ώρα που ο καλός Θεός πήρε το φίλο μου από τα νύχια των απίστων, βέβαια, δε θάξιζα τίποτα

Ιδές έτσι προλαμβάνουν τις επιθυμίες μου, έτσι επιζητούν να μου κάνουν όλες τις μικρές χάρες της φιλίας, εκείνες που είναι χίλιες φορές προτιμότερες από τα μεγαλοπρεπή δώρα, με τα οποία μας ταπεινώνει η ματαιοδοξία εκείνου που τα χαρίζει. Φιλώ αυτό το φιόγκο χίλιες φορές και με κάθε αναπνοή ροφώ την ανάμνησιν εκείνων των ευδαιμονιών, που είχα σε κείνες τις ευτυχισμένες, τις ανεπίστρεπτες ημέρες.