United States or Saint Martin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λέγεται δε ότι και κάποιος βασιλεύς της Αιγύπτου εδίδαξέ ποτε πιθήκους να χορεύουν πυρρήχιον, και τα ζώα, τα οποία ευκόλως μιμούνται τας πράξεις των ανθρώπων, ταχέως συνείθισαν να χορεύουν και να φορούν πορφύρας και προσωπίδας, και το θέαμα επετύγχανεν έως ότου εις εκ των θεατών, άνθρωπος αστείος, έρριψεν εις το μέσον αυτών καρύδια, τα οποία είχε κρυμμένα εις τον κόλπον του.

Αυτό ήτο επίκαιρος προσφορά· η ευτυχία ήτο ευνοϊκή εις τον Ρούντυ, όπως είναι πάντοτε εις εκείνον, ο οποίος οικοδομεί επί του εαυτού του, και σκέπτεται ότι: «Ο Θεός μας δίδει τα καρύδια αλλά και δεν μας τα σπάει». Ο Ρούντυ εκάθισεν εκεί εις τους συγγενείς του μυλωθρού 'σάν να ανήκεν εις την οικογένειαν· εκένωσαν και τα ποτήρια εις υγείαν του αρίστου σκοπευτού.

Γάλα όμως πρόβειο και μυζήθρες και καρύδια και κάστανα και γουρουνάκια κι αυγά, σου τα δίνουν οι Κρητικοί με την παλληκαρήσια καρδιά τους, και το χαίρουνται ολόψυχα σαν τα καλοδέχεσαι. Να μη σου τα πολυλογώ, τα ταιριάξαμε με τα δυο ταδέρφια, και τους πήρα μαζί μου στο ταξίδι.

Τι ζούρλιες κάνω, βάβω μου; Της απολογιώνταν εκείνη και ρίχνονταν απ' εδώ κι' απ' εκεί. — Άλλες ζούρλιες; Να που δεν κάθεσαι φρόνιμα! Της ξανάλεγε η γριά. Σ' αυτό απάνω ήρθαν τρεις-τέσσερες γυναίκες, από τες πλειο φτωχότερες του χωριού, ζητώντας άλλη μέλι, άλλη καρύδια κι' άλλη αλεύρι για τες τηγανίτες, γιατί πάντα το ανηλιακό της γριάς είταν γεμάτο.

Και από τον ενθουσιασμόν του εφώναζε την νοικοκυράν του να φέρη κρασί, καρύδια, αμύγδαλα, ό,τι καλόν είχαν στα πιθάρια, Επειδή δε ήτο θησαυρός ανεκδότων, ενίοτε παρατόλμων, διηγήθη και το αρμόζον εις την προκειμένη περίστασιν. Κάποιος μια φορά, διά να σώση το γυιό του από κακές συναναστροφές, αποφάσισε να τον αναθρέψη μακράν από τους ανθρώπους σένα έρημο πύργο.

Τότε οι πίθηκοι ιδόντες τα καρύδια ελησμόνησαν τον χορόν και αντί χορευτών έγιναν εκ νέου πίθηκοι και ήρχισαν να σχίζουν τα προσωπεία και τα ενδύματά των και να μάχωνται μεταξύ των περί του ποίος ν' αρπάση τα καρύδια• ούτω δε ο θίασος των χορευτών διελύθη και οι θεαταί εγέλων.

Κι αυτό την έρριξε πιο βαριά κάτω. Όταν ξανάρθε ο γιατρός της έγραψε κι άλλη Δακτυλίτιδα κάθε δυο ώρες τώρα, και πάλι δυναμωτικά κ' είπε να μη σηκωθή απ’ το κρεββάτι-μα και να ήθελε, μπορούσε; Και ο Νίκος καθεμέρα γινόταν πιο πεταχτός, πιο χαρούμενος. -Σαν περπατούσε στο δρόμο ανασήκωνε τις φτέρνες πριν ναγγίξουν το χώμα, έρριχνε πίσω το κεφάλι και κύτταζε ολόγυρα με μάτια φεγγερά να δη τον κόσμον όλο πούτονε δικός του . . κι ανάσαινε βαθιά με τα ρουθούνια διάπλατα, σα να μην τούφθανε ο αέρας γύρω για τα δυνατά πλεμόνια του. . . Στο μαγαζί του λέγανε: «Μωρέ Νίκο! τι έπαθες, μωρέ Νίκος μπας και σούρθε καμμια κλερονομιά ;» -Κι’ αυτός γελούσε: «Εγώ τι έπαθα, για εσείς τι πάθατε και κοιμόσαστεν ορθοίΝα τονέ βλέπατε πως έπιανε το σκαρπέλλο και τη σγόρμπια στο χέρι και τα χτυπούσε με τη ματσόλα μες το ξύλο σα νάθελε να τα κάμη όλα τρίψαλα ! Ο μάστοράς του φώναζε: «Έ!! Νίκο ! έχει εκατό δραμές αυτή η καρυδιά ! Δεν είμαστε, καλά, λέω 'γώΑυτός όμως μάζευε τα χαλινάρια του τη στιγμή πούπρεπε και γύριζε ταργαλείο με μια στρογγυλή και τρυφερή κίνησι σαν αγκάλιασμα, γλήγορη κι απαλή σα χάδι κρυφό, κ' έξυνε κ' έγλυφε το αυγό που σκάλιζε και την αχιβάδα και το φλασκόφυλλο και τον άκανθο, ως που το σίδερο γινότανε φωτιά μέσα στα χέρια του.

Η λιτανεία βγαίνει από το χωριό και το χωριό είναι ολάνθιστο από τις ροδιές και την αγράμπελη. Τα σπίτια είναι καινούργια, η εξώπορτα της οικογένειας Πιντόρ είναι καινούργια, από καρυδιά, γυαλίζει και το μπαλκόνι είναι ανέπαφο….. Όλα είναι καινούργια, όλα είναι όμορφα. Η ντόνα Μαρία Κριστίνα είναι ζωντανή και προβάλλει στο μπαλκόνι όπου είναι απλωμένες οι κουβέρτες από μετάξι.

Ήτο φανερόν ότι θα ενίκων οι Καρυοναύται, καθότι ήσαν και περισσότεροι, — διότι είχον πέντε πλοίακαι τα πλοία των ήσαν ισχυρότερα. Ήσαν δε τα πλοία των Καρυοναυτών καρυδοφλοιοί• αφού έκοπτον εις δύο τα καρύδια τα εκένουν και τα μετέτρεπαν εις πλοία, εκάστου δε τοιούτου φλοιού το μήκος ήτο δέκα πέντε οργυιών.

Κι' η Κώσταινα περίχαρη άνοιξε τη μοσκοβολημένη της την κασσέλλα κι' έβγαλε από μέσα καρύδια, σταφύλια, σύκα, συκομαΐδες και μήλα κι' έδωκε στον προύχοντα και σ' όλους, όσοι είταν μέσα, ύστερα τους έδωκε το παγούρι με το ρακί, κι' αφού έπιαν καθένας από κάνα δύο φορές κι' ευκήθηκαν στον Κώστα το «&Καλώς ήρθες από τα ξένα γερός και καλάκαι στην Κώσταινα το «&καλώς τον αποδέχτηκεςέφυγαν, κι' έμειναν μοναχοί μέσα στο σπίτι εκείνο, που δεν είχε ιδεί άλλη φορά καλή μέρα, η Κώσταινα με τον Κώστα της, πούχε σαράντα χρόνια στην Ξενιτειά, χωρίς γράμμα και χωρίς αντιλογιά.