United States or South Georgia and the South Sandwich Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γιατί και πρώτοι τρέχετε στο μήνημά μου πάντα σαν τόχει και τοιμάζουμε των προεστών τραπέζι, όπου να τρώτε βρίσκετε σφαχτά καλοψημένα, 345 και πλόσκες με γλυκό κρασί να πίνετε όταν θέτε. Τώρα θα βλέπατε ήσυχοι κι' αν τάγματά μας δέκα πριν από σας με τα βαριά κοντάρια αν πολεμούσαν

Δεν εφαίνετο νάνε πολύ πιωμένος, παιδί μου· και πού βρεθήκανε τα χιόνια; Ο δρόμος ανοιχτός όλος πέρα-πέρα . . . . Ολίγο πατημένο χιόνι δω εκεί . . . . Καμπόσο χιόνι έχει μοναχά στα ψηλώματα. Και πού τα ίδετε σεις τα χιόνια; Να βλέπατε στον καιρό του παππού μου, που ήμουνα μικρό κορίτσι, δύο μπόια, τρία μπόια χιόνι . . . . Μας σφράγιζε μπροστά την πόρτα, ίσα με το ανώφλιο, δυο οργυιαίς.

ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Α! το μενουέτο είνε ο χορός μου, και θα ήθελα να με βλέπατε να το χορεύω. Ελάτε, δάσκαλε μου. Ο ΧΟΡΟΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ Πάρετε, κύριε, ένα καπέλλο. Λα, λα, λα, λα, λα, λα λα, λα, λα, λα, λα, λα, λα· λα, λα, λα, λα, λα, λα· λα, λα, λα, λα, λα, λα· λα, λα, λα, λα, λα, λα. Με το ρυθμό σας παρακαλώ. Λα, λα, λα, λα, λα. Το δεξί πόδι, λα, λα, λα. Μην κουνάτε τόσο πολύ τους ώμους.

Μα ακούστε τώρα τι θα πω, το τι σας καρτερούσε· μιας και σας βάραε ο κεραβνός, σας λέω, με τ' άτια πίσω 455 πια δε θα βλέπατε Έλυμπο και θεϊκά λημέριαΕίπε, κι' αφτές βαριόμησαν, η Αθήνα κι' η Ήρα. Οι διο τους κάθουνταν, η μια κοντά κοντά στην άλλη, και για τους Τρώες συφορές στο νου τους μελετούσαν.

Αχ, να βλέπατε κάτι γέρους σαράβαλα και κάτι χοντρές πενηντάρες που στο σπίτι τους θα βογκούσαν απ’ τη μια καρέκλα στην άλλη -πως σήκωναν τα πόδια τους αψηλά και πηδούσανε σαν τις κατσικούλες!

Υπάρχει κάποιος δράκοντας στο σπίτι μας. Είδα τον ίσκιο του ένα βράδι εδώ μέσα με τα μάτια μου. Μα γιαΤι δε με πιστεύετε; ΣΤΑΥΡΟΣ Λες να είτανε κανείς σαν αυτούς που βασανίζουνε το γήταυρο; Ω να βλέπατε εκεί στη μονιά του το δυνατό θεριό να σπαράζη, να κλαίη, να δέρνεται, να φωνάζη, και κανείς να μην έρχεται, και κανείς να μην μπορή να το γλυτώση από τα νύχια των φοβερών δρακόντων.

Ά! δεν μπορώ να σε υποφέρω πια, θα φωνάξω την αστυνομία να σε πετάξη από μπροστά μου. Πάψη. Δεν είναι ανάγκη να το κάμη αυτό η αστυνομία. Θα το κάμω μόνος μου, τώρα που σας γνώρισα καλά και κατά βάθος. Μια φορά είμουνα παιδάκι και δε σας είχα καταλάβει, αλιώς βέβαια δε θα με βλέπατε ποτέ να ξαναπατήσω το κατώφλι σας.

Και μπήγει εφτύς το κλάμα και κράζει με ξεφωνητά σ' όλη τη χώρα κάτου «Άντρες γυναίκες, τρέξτε εφτύς τον Έχτορα να δείτε... Πασίχαρι αχ τον βλέπατε σα γύριζε οχ τη μάχη 705 σ' άλλους καιρούς, τι του λαού χαρά 'ταν και καμάριΕίπε, κι' αφτού δεν έμεινε ψυχήγυναίκα ή άντραςστη χώρα, τι όλους έπιασε αβάσταχτη σα λύπη, μον παν τους σμίγουν στο πορτί με το νεκρό στο κάρο.

Αχ, τι λυπητερό πράμα να βλέπη κανείς ένα νέο δεντράκι να λυγάη για το χατίρι ενός σφουγγαρόπαννου ίσαμε κοντά να σπάση και να τρέμη σύγκλαρο για πολλήν ώρα, απ’ το πόνο του! Μα πιο λυπητερό ακόμα ήτονε να βλέπατε τη νέα γυναικούλα να κρυφοβογκά και να σέρνεται, στραγγίζοντας στα πόδια της, χωρίς να θέλη να τομολογήση στον ίδιο τον εαυτό της.

Και να βλέπατε τώρα τη συγκίνησι που έχει η φιλενάδα μου. Τα μάτια της γυαλίζουν. Είναι μερικά πράγματα που μου φάνηκαν τόσο αστεία. Όλοι την κυττάζουν παράξενα. Η Βέρα καρφώνει απάνω της τα φασαμέν. ΑΝΘΥΠΟΛ. — Σε καλό σας, δεσποινίς. Τι πάθατε; ΛΕΛΑΠού θα καθίσωμε, φίλε μου. Να, εδώ σ' αυτό το τραπεζάκι ε; ΑΝΘΥΠΟΛ. — Όπου θέλετε.