Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025


Άνοιξε το στόμα της. — Αν ήθελες εσύ, παπά, θα ήμουνα αλλοιώτικα σήμερα. Θα ήμουνα κ' εγώ σπίτι μου...

Πήγαινε, σκλάβε, στο σπήλαιο μου, πάρε μαζί σου και τους συντρόφους σου· και αν επιθυμάς να σε συμπαθήσω, ευτρέπισέ το ώμορφα. ΚΑΛΙΜΠ. Μάλιστα, κ' εδώ κ' εμπρός θα κάνω φρόνιμα, θα πασχήσω να κερδίσω την αγάπη σου. Χοντρό γαϊδούρι που ήμουνα να κάνω θεό εκείνον τον μεθύστακα! να λατρεύω αυτό ξόανο! ΠΡΟΣΠ. Σύρε· φεύγα. ΑΛΟΝΖ. Σύρτε· και βάλτε τα φορέματα όπου τα βρήκετε.

ΧΟΡΟΣ Ναι° τον εγνώρισα καλά, δεν σου τ’ αρνούμαι° σκλάβος απ’ τους πιστότερους του άνακτος ήτον. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Εσένα τον Κορίνθιον ρωτώ: είνε τούτος αυτός που λέγεις; ΑΓΓΕΛΟΣ Ολόκληρος. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Γέροντα, εμένα κύταζε και ν’ απαντήσης σ’ ό, τι ρωτώ. Του βασιλέως ήσουνα δούλος; ΘΕΡΑΠΩΝ Ήμουνα και γεννήθηκα στ’ αρχοντικό του. Δεν μ’ αγοράσαν. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ποιο έργον είχες; Τι έκαμνες στο σπιτικό του;

Αυτός, μην υποφέροντας τις γκρίνιες της, της έδωσε μια μέρα, για να τη γιατρέψη από κάποιο μικρό συνάχι, ένα γιατρικό τόσο αποτελεσματικό, που πέθανε σε δυο ώρες με φριχτούς σπασμούς. Οι γονείς της κυρίας καταγγείλανε το γιατρό για φόνο κ' εκείνος τόσκασε κρυφά, μα βάλανε μένα στη φυλακή. Η αθωότητά μου δε θα μ' έσωζε, αν δεν ήμουνα λιγάκι όμορφη.

Νά! έλεγεν ο μικρός απομακρυνόμενος ολονέν με το νόμισμα εις τας χείρας, έως ου το έχωσε πάλιν εις τον κόλπον του. Και διηγήθη. — Το βράδυ ήμουνα κάτωτον άμμο για κανένα χταπόδι. Είδα το καράβι. Είπα, καράβι είνε· αλλ' ύστερα είδα να βγαίνη μια βάρκα όξω. Τούτο να σου 'πω, μ' ετρόμαξε. Και άμα η βάρκα επλησίασετον άμμο, εγώ έκαμα κατά τη ράχη. Νά! χτυπούσε η καρδιά μου.

Καλός άνθρωπος μαθές, κακό ανθρώπου ποτέ δεν έβαλα με το νου μου. Μοναχός σου τώπες· Όμως δεν το ξέρω κι' αν ήμουνα καλός. Πολλοί με βλάψανε, πολλοί μ' αδικήσανε. Είχα μεγάλο στομάχι και τα κατάπινα. Κ' εγώ δεν ξέρω αν τώκανα από καλωσύνη. Μα τι το θέλεις; Τον ήξερα τον κόσμο.

Ήμουνα σήμερα, παιδί μου, εις τα βιβλιοπωλείον του Νάκη και ήταν εκεί ένας ροδοκόκκινος γέρος, με γελαστά μάγουλα και γελαστά μουστάκια και γελαστά γένεια, και τους εδιάβαζε τον Χρονογράφον και τους έλεγε για την Πόλι ότι πλησιάζει ο καιρός της και τους έκαμεν όλους να συλλογίζωνται.

Εγώ μόνο » Ενόμιζα ότι ήμουνα « Θεός του κόσμου όλου. » Ποτέ δεν 'πήγα σ' εκκλησιά » Καιτο τζαμί καθόλου » Δεν επροσκύνησα παρά «'Σ τον κόρο καιτο φόνο.» « Ποιος άλλος απετόλμησε » Να 'βρίση το Θεό του ; » Ποιος άλλος την θρησκεία του, » Την πίστιν του να ρίξη «'Σ τους σκύλους. Καιτα φονικά, «'Σ τα αίματα να πνίξη, » Να πνίξη, τη λατρεία του » Προς τον ανώτερό του

Η μητέρα μου ήτανε ακόμη αρκετά όμορφη: οι κυρίες της τιμής, οι καμαριέρες μας είχαν περισσότερα θέλγητρα απ' όσα μπορεί κανείς να βρη σ' όλη την Αφρική: όσο για μένα ήμουνα θαμπωτική, ήμουνα η ίδια ομορφιά, η ίδια χάρη κ' ήμουνα κορίτσι. Δεν έμεινα για πολύ. Αυτό το άνθος, που ήτανε φυλαγμένο για τον ωραίο πρίγκιπα της Μάσσα-Καρράρας, μου πάρθηκε από τον κουρσάρο καπετάνιο.

»Θυμάμαι τα λουλούδια που μου έστειλες όταν δεν μπόρεσες στην άθλια εκείνη συναναστροφή να μου πης μια λέξη, ούτε καν να μου προσφέρης το χέρι; »Ω! τη μισή νύκτα ήμουνα γονατισμένος μπρος σ' αυτά και μου επεσφράγισαν την αγάπη σου.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν