United States or Pakistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το χωρίον όλον ωμιλούσε διά τους γάμους αυτούς. — Τι ταιριασμένο αντρόγυνο! έλεγεν ο κόσμος. Τι ωραία που ζουν! Πώς την αγαπά την γυναίκα του ο Νικολάκης! Ούτε για νερό δεν την αφίνει να πάη. — Καλέ μαγειρεύει μόνος του, προσέθετεν υπερόριος φθονερά κόρη. Ακούς να μαγειρεύη μόνος του! Ντροπής λιγάκι! — Ταχειά 'σάν φάει τα λίγα λεπτά, σου λέγω εγώ, εβροντοφώνει μία γραία πολυλογού.

Δεν εγνώρισα ως τώρα μεσ' στων γυναικών τη ράτσα από σένα πειό καπάτσα! ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Περιμένετε λιγάκι, κι' όταν την αρχή κρατήσω για συμβούλους θα σας πάρω και θα σας χειροτονήσω, όπου μεσ' στης φασαρίες της αρχής και στα δεινά, θα γενήτε παλληκάρια, που δεν γίνηκαν ξανά!

Ο πονηρόπαπας είχε καταλάβη τον χαραχτήρα του καλόγερου και τον παρατηρούσε και τον επρόσεχε πολύ στην αρχή, έπειτα κάπως άρχησεν ανοίγεται από λιγάκι κοντά του, για να ιδή πώς θα του εφαινότανε ο τρόπος του. Ο Άνθιμος όμως δεν έπαιρνε είδησι από βελόνας κεντήματα· ήθελε χτύπημα δυνατό για να ξυπνήση. Και το χτύπημα δεν άργησε να του δοθή.

ΑΣΤ. Γλέπεις μουρέ το διάολο αμόρ' οπού του έχει; Το δάκρυ απ' τα μάτγια τζη σαν το ποτάμι τρέχει. Γλέπεις γιαμά σεσιμπιλτά αμόρ δε πρίμα κλάσε Τέτοια αμορόζα ν' άχες μια φελίτζες ήθες ν' άσαι. Τούττο μίο ποσίμπιλε κάμω το παν τζη τάζω, Να γένω αμορόζος τζη.. θα γένω.. νον ζε κάζο. Κανέλα, Κρης και Γαρούφω. ΚΑΝ. Λιγώθηκα μανούλα μου νερό δο μου λιγάκι.

— Τ' ήτανε πάλε τούτο το ξαφνικό, Καπεταν Γιάννη! τούπα με καλωσύνη, δίνοντας του το χέρι Όλο το νησί σταυροκοπιέται.. Γύρισε και με κύτταξε. — Κάθεσαι λιγάκι; μου είπε. Και τράβηξε το τσιμπούκι του, σαν να τραβούσε με τον καπνό μαζί όλες τις θύμησες της ζωής του. Ύστερα φούσκωσε τα μάγουλά του και τίναξε το πυκνό σύννεφο προς τον ουρανό. — Αμ' γι' αυτό ήρθα, του είπα. Να καθήσω.

Και να κάμουνε τάχα τι; Ο Βασιλιάς να βγάζη τα βασιλικά του τα φορέματα, κ' η Βασίλισσα, χλωμή και παραζαλισμένη, να του φέρνη μια πρόστυχη φορεσιά παραγυιού, και σε λιγάκι να βλέπη τον άντρα της ντυμένο χωριάτικα, σα να μην είταν εκείνος που κυβερνούσε όλη την Αττική!

Στις αρχές του Μάη η ντόνα Νοέμι έμεινε μόνη στο σπίτι επειδή οι αδελφές της είχαν πάει στο πανηγύρι της Παναγίας του Ριμέντιο, όπως συνήθιζαν πάντα εδώ και πάρα πολλά χρόνια, για να προσκυνήσουνόπως έλεγαναλλά και για να διασκεδάσουν λιγάκι.

Ας μη ξαναμιλήσουμε γι' αυτό, απάντησε ο βαρώνος· ομολογώ, πως υπήρξα λιγάκι ζωηρός· αλλ' αφού θέλετε να μάθετε ποια τύχη μ' έρριξε σε καταναγκαστικά έργα, θα σας πω, πως αφού με γιάτρεψε από τις πληγές μου ο αδερφός φαρμακοποιός του κολλεγίου, ένα σώμα Ισπανικό μας επετέθηκε και μ' αιχμαλώτησε. Με βάλανε φυλακή στο Βουένος Άυρες, λίγο καιρό μετά που η αδερφή μου είχε αναχωρήσει.

Ο Καλόγερος τα έχασε — «Μεθυσμένος είνεεμουρμούρισε. Κ' εγυρευε ευκαιρία να τραβηχτή σιγά σιγά, χωρίς να τονε καταλάβουνε. Σε λιγάκι ο 'γουμενος άρχησε κουβέντα τρυφερή με την γειτόνισσά του και αρκετά δυνατά για ν' ακούση ο Άνθιμος· είχε πολύ ζεσταθή φαίνεται, είχε πάρη πολύ θάρρος και δεν τον έμελε. Αυτή τη φορά ο καλόγερος αγρίεψε.

Σέβουμαι και την αθάνατη γλώσσα και μένα τον ίδιο που τη γράφω. Κ' έτσι κατωρθώσαμε πράματα μεγάλα. Το θάνατο σκοτώσαμε. Να σκοτώναμε τώρα λιγάκι και τους δασκάλους, καλό θάτανε. Από κει βγαίνει ζωή. Ο πρόθυμός σας. Παρίσι, 9 του Απρίλη, μέρα Κεριακή, 1893.