United States or Macao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα τα φθονερά κορίτσια λέγανε πως πέθανε κι' αυτή απ' την αγάπη, πως ένας κρυφός καϋμός την έφαγε για τον άσχημο άνθρωπο και πως όλα γίνονται στον κόσμο. Κανένας όμως δεν το πίστεψε.... Έτσι ο άσχημος άνθρωπος σε λίγο καιρό πήρε μαζή του την αγάπη του, και δεν την άφησε να την χαρή άλλος κανένας στον κόσμο.

Εις εικόνας, εις σκηνάς και εις οράματα, της είχεν επανέλθει εις τον νουν όλος ο βίος της, ο ανωφελής και μάταιος και βαρύς. Ο πατήρ της ήτον οικονόμος και εργατικός και φρόνιμος. Η μάνα της ήτο κακή, βλάσφημος και φθονερά. Ήτο μία από τας στρίγλας της εποχής της. Ήξευρε μάγια.

Έδωκε λοιπόν εις αυτούς ο Σόλων τα δευτερεία της ευδαιμονίας, ο δε Κροίσος οργισθείς τω είπεν· «Ω ξένε Αθηναίε, σοι φαίνεται λοιπόν τόσον μικρόν πράγμα η ευδαιμονία μου ώστε δεν την αντισταθμίζεις ούτε με των ιδιωτών ανθρώπωνΤότε ο Σόλων επανέλαβεν· «Ω Κροίσε, ερωτάς περί των ανθρωπίνων πραγμάτων άνθρωπον όστις ηξεύρει ότι η θεότης είναι φθονερά και αρέσκεται να συνταράσσει τα πάντα.

Το χωρίον όλον ωμιλούσε διά τους γάμους αυτούς. — Τι ταιριασμένο αντρόγυνο! έλεγεν ο κόσμος. Τι ωραία που ζουν! Πώς την αγαπά την γυναίκα του ο Νικολάκης! Ούτε για νερό δεν την αφίνει να πάη. — Καλέ μαγειρεύει μόνος του, προσέθετεν υπερόριος φθονερά κόρη. Ακούς να μαγειρεύη μόνος του! Ντροπής λιγάκι! — Ταχειά 'σάν φάει τα λίγα λεπτά, σου λέγω εγώ, εβροντοφώνει μία γραία πολυλογού.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ακόμη δεν 'ξημέρωσε· θα φύγης από τώρα; Ήτον φωνή αηδονιού, κορυδαλός δεν ήτον που σου εφόβισε τ' αυτί με το κελάδημά του·εκείνην πέρα την ρωδιάν τ' ακούω κάθε νύκτα. Ω! πίστευσέ μ', αγάπη μου, ήτον αυτό αηδόνι. ΡΩΜΑΙΟΣ Κορυδαλός ελάλησε και την αυγήν κηρύττει· δεν είν' αηδόνι. Κύτταξε τα φθονερά χαράκια, που εσημάδευσε το φως σταις άκραις των συννέφων.

Όλα τα δώρα, όλαι αι χάριτες δεν αναπληρούν μίαν στιγμήν ευχαριστήσεως εις τον εαυτόν μας, την οποίαν μας επίκρανε φθονερά του τυράννου μας η σκυθρωπότης. Όλη η καρδία μου εξεχείλισε την στιγμήν εκείνην· η ανάμνησις τόσων παρελθόντων επεσωρεύθη εις την ψυχήν μου, και τα μάτια μου εγέμισαν από δάκρυα.

Όσον διά εσένα, ω προδότα, ακολούθησεν αυτός μιλώντας προς τον Φακύρην, θέλεις λάβει τον μισθόν της προδοσίας σου, και της επιβολής σου. Καρδία ουτιδανή, διεστραμένη και φθονερά, που δεν υπόφερες να ιδής την ευτυχίαν του φίλου σου, και ήλθες μόνος σου διά να τον δώσης εις την δύναμιν της εκδικήσεώς μου· τρισάθλιε, εσύ θέλεις δουλεύσει εις θυσίαν της ζήλιας σου.