United States or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όσον διά εσένα, ω προδότα, ακολούθησεν αυτός μιλώντας προς τον Φακύρην, θέλεις λάβει τον μισθόν της προδοσίας σου, και της επιβολής σου. Καρδία ουτιδανή, διεστραμένη και φθονερά, που δεν υπόφερες να ιδής την ευτυχίαν του φίλου σου, και ήλθες μόνος σου διά να τον δώσης εις την δύναμιν της εκδικήσεώς μου· τρισάθλιε, εσύ θέλεις δουλεύσει εις θυσίαν της ζήλιας σου.

Ο άντρας έβγαλε το σκούφο. «Μπαρμπα-Έφις!», φώναξε το αγόρι και ξανάρχισε να παίζει, μιλώντας και γελώντας ταυτόχρονα. «Μα εσείς δεν πεθάνατε; Κάποιοι έλεγαν πως πήγατε στην Αμερική και γίνατε πλούσιος και πως στέλνατε πολλά λεφτά στις κυράδες σας. Τώρα ο φύλακας εδώ είμαι εγώ. Εάν θέλω να σας διώξω σαν κλέφτη, μπορώ να το κάνω. Δε θα το κάνω όμως. Θέλετε σταφύλια; Πάρτε.

Καθίσαμε όλοι σταυροπόδι γύρα στη στια, που έκαιγε σαν καρμοκάνι, περιμένοντας να ετοιμαστή το γιώμα, ενώ είταν ξαπλωμένος μπροστά μας ο γάτος ο Λειάρος, όλως διόλου αναίστητος και ξένος προς το πανηγύρι του σπιτιού, και πίσω μας κάθονταν στα πισινά του ποδάρια ο σκύλλος, ο Κοράκης, προσέχοντας στες ομιλίες μας, σαν πως προσέχουν στο Βαγγέλιο, βλέποντας μας, κατάματα, όσους δεν του είχαν γυρισμένες τες πλάτες, και πλειότερο εμένα, τον νοικοκύρη, και τόσο πολύ προσείχε τ' αυτί του, και τόσο πολύ κάρφονε τα μάτια του απάνω μου, που μ' έκανε να πιστέψω, ότι θ' ανακατώνονταν στες ομιλίες μας, μιλώντας με ανθρώπινη γλώσσα!

Άκουσε μια ιστορία που είνε μικρή και μοιάζει με της μεγάλες. Στο Κένσιγκτον Παρκ, φουντωμένο κι' ανθισμένο, καθώς καθόμουν μονάχος μιλώντας μ' ένα δέντρο για το λάθος της ύπαρξής μου, πέρασαν δυο γρηές αδερφές.

Ποιος ξέρει με ποιους στοχασμούς έτρεχε κει γύρω ή ποιος ξέρει ακόμα αν το έννοιωθε πως έκανε κατιτί εμποδισμένο; Πήγαινε μιλώντας μόνος κι ο σκύλος τον ακολουθούσε κι όταν έφτασε στην πόρτα του φράχτη και τη βρήκε ανοιχτή, έπρεπε να βγη να ρίξη μια ματιά στον κόσμο, που τονέ μάγευε κει όξω.

Κάθισε, και πίνοντας τον καφέ του, του αποξήγησε τη δουλειά, ο Πανάγος, άκρες μέσες, μιλώντας του χαμηλόφωνα πάντα. — Πιάστηκα στα βρόχια της, ξαναείπε, τι τα θες. Α βγης έξω και πης του ήλιου πως δεν καψώνει, πες μου και μένα πως η καρδιά μου είναι πέτρα ομπρός στην ομορφιά της. — Μωρέ τι πέτρα και τι ξεπέτρα, που ο κόσμος σ' έχει κιόλας αρρεβωνιασμένο, κι ακόμα πιώτερο.

Ας είναι λοιπόν, ω βασιλέα, ακολούθησεν αυτή, μιλώντας με αυτόν· άκουσον, αν επιθυμής, να μάθης το ποία είμαι· η σκλάβα που εσύ αποφασίζεις εις θάνατον, είνε θυγατέρα του Σχατάμ Χαν βασιλέως της Περσίας· και τον ίδιον καιρόν του εδιηγήθη όλην την ιστορίαν, χωρίς να αφήση τίποτε· και ωσάν ετελείωσε την διήγησίν της, αύξησε περισσότερον τον θαυμασμόν του βασιλέως.

Και ξέροντας από τα όνειρα τη στάση, κείτονταν πολλήν ώρα χάμω σαν σφιχτοδεμένοι. Μα επειδή δεν ήξεραν τίποτα παρά πέρα, ενόμισαν ότι αυτό είναι το τέλος της ερωτικής απόλαψης· έτσι, αφού εξόδεψαν του κάκου την περισσότερη μέρα, εχωρίστηκαν και γυρίζανε στα μαντριά τα κοπάδια, μιλώντας τη νύχτα. Ίσως όμως νάκαναν και κάτι από ταληθινά, αν δεν έβρισκεν άξαφνα όλη εκείνη την εξοχή τέτοια ταραχή.

Εκεί απαντούν το γέρο, 39 κι' ο πρωταφέντης γιος τ' Ατριά τον φώναξε και τούπε 41 «Νέστορα, του Νηλέα γιε, των Αχαιών καμάρι, εδώ γιατί ήρθες κι' άφισες την αντροφάγα μάχη; Τρέμω το λόγο ο Έχτορας μη μας τον βγάλει αλήθια, που μια φορά φοβέρισε μιλώντας μες στους Τρώες, 45 πως οχ τα πλοία στο καστρί δε θα γυρίσει πίσω αν στάχτη δεν τα κάνει πριν κι' αν όλους δε μας σφάξει.

Έπειτα, καθώς ξηγήθηκε παραπάνω, φυσιολογικά μιλώντας, η φυλή μας άλλο παρά όφελος δεν μπορούσε νάχη με τη Γοτθική αυτή ανακατωσιά. Κι αν είτανε και βάρβαροι, ήξερε πάντα η Ρωμιοσύνη και τους έκαμνε δικούς της με τον καιρό τους τέτοιους, κι απόδειξη που μετά μερικούς αιώνες μήτε σημάδι Γότθου δεν απόμεινε μέσα στο Γένος. Δε λέμε πως δεν έπαθε μερικά δεινά από τους Γότθους η Ρωμιοσύνη. Έπαθε.