United States or Guyana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν και είχανε μάθει ν' ακούνε στη φωνή και να μερόνουν με το σουραύλι και να μαζεύουνται με το χτύπημα των χεριών, όμως τότες ο φόβος τάκανε να τα λησμονήσουν όλα. Και μόλις βρίσκοντάς τα από τ' αχνάρια σαν τους λαγούς, τα πήγανε στα μαντριά. Εκείνη μονάχα τη νύχτα κοιμήθηκαν ύπνο βαθύ κ' η κούραση γίνηκε γιατρικό στον ερωτικό τους πόνο. Μα όταν ξημέρωσε πάλι, πάλι υπόφερναν τα ίδια.

Χάθηκε μέσα τον κάμπο, συνεπαίρνοντας του χωριού το καμάρι, της καψο-Ζαχαρούλας την παρηγοριά... — Χάι! χάι! Ψαρή μ'... — Οπού λες. Απάνου στης Αρκαδιάς τα πυκνά τα δάσα εκ' ήταν οπέβοσκε τις άπειρες κοπές του Μπέη, του Νάκο-Μήτρα ταρφανό. Κ' εκ' ήταν οπούχε τα μαντριά του. Ήταν κοντά μια λίμνα απόδιπλα. Σαλάχαε ο Αργύρης τα πρόβατα στη λίμνα, να τα ποτίση.

Μια βολά πέρναε απόξω από τα Γιάννινα κατηφορώντας στα χειμαδιά. Ο χωριανός του ο Καράλης τώγεινε κολτσίδα για να τον πάρη μια ψύχα στα Γιάννινα. Ο Κώστα Θόδωρος δεν το κουνούσε από το κοπάδι. Στον πάτο τον κατάφερε ο Καράλης. Ακούτε ή όχι; Ο Κώστα Θόδωρος καρτέρειε να ιδή στα Γιάννινα στρούγγες κι αυτός και μαντριά. Για τσελιγγάτο τάχε πάρει στο νου του κι αυτός.

Κ' οι γιοι του αράδα τα μαντριά συχνογυρνούν και κρένουν. — Για γληγοράτε, ωρέ παιδιά, για στρώστε τα ψαλίδια, Τι πήγε ο ήλιος πέντε οργιές, θα να μας πάρη η νύχτα, Κ' είνε γιορτάσι η αυριανή, να μη μας βρητον κούρο.

Μια βολά πέρναε απόξω από τα Γιάννινα κατηφορώντας στα χειμαδιά. Ο χωριανός του ο Καράλης τώγεινε κολτσίδα για να τον πάρη μια ψύχα στα Γιάννινα. Ο Κώστα Θόδωρος δεν το κουνούσε από το κοπάδι. Στον πάτο τον κατάφερε ο Καράλης. Ακούτε ή όχι; Ο Κώστα Θόδωρος καρτέρειε να εδή στα Γιάννινα στρούγγες κι αυτός και μαντριά. Για τσελιγγάτο τάχε πάρει στο νου του κι αυτός.

Και της ευχής ο αντίλαλος απ' το καλύβι μέσα Ως όξω εχύθη, ως τα μαντριά, 'ς τους οβορούςτες στρούγγες: — Να σου χιλιάσουν, τσέλλιγγα, να ζήσης μύρια χρόνια!

Θυμώνταν πως το βύζανε, όταν είταν μικρό, θυμώνταν πώς το κουνούσε στη σαρμανίτσα και πώς το νανούριζε με ώμορφα και με αγκαιροφκιασμένα τραγουδάκια, θυμώνταν πώς το ζαλόνονταν, όταν πήγαινε στ' αμπέλι, στο θέρο, στο σκάλο, στα μαντριά.., θυμώνταν πώς το είχε τάξει στη Μεγαλόχαρη, όταν της είχε αρρωστήση βαρυά μια φορά, θυμώνταν όταν τώστελνε στο σκολειό.

Και ξέροντας από τα όνειρα τη στάση, κείτονταν πολλήν ώρα χάμω σαν σφιχτοδεμένοι. Μα επειδή δεν ήξεραν τίποτα παρά πέρα, ενόμισαν ότι αυτό είναι το τέλος της ερωτικής απόλαψης· έτσι, αφού εξόδεψαν του κάκου την περισσότερη μέρα, εχωρίστηκαν και γυρίζανε στα μαντριά τα κοπάδια, μιλώντας τη νύχτα. Ίσως όμως νάκαναν και κάτι από ταληθινά, αν δεν έβρισκεν άξαφνα όλη εκείνη την εξοχή τέτοια ταραχή.