United States or Denmark ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έκαμε λοιπόν ο Αναστάσιος ό,τι θάκαμνε και κάθε δυνατός του προκάτοχος. Έπιασε πρώτα το Λογγίνο, τον καλογέρεψε και τον ξόρισε στην Αλεξάντρεια . Μαζεύει έπειτα στρατό στην Πρωτεύουσα, και προστάζει τον άλλο Λογγίνο, το στρατηγό, να πάρη τους Ισαύρους που υποστήριζε και να φύγη. Τι να κάμουν αυτοί, μαζεύουνται και φεύγουν από την Πόλη. Μόλις όμως κατεβήκανε στην Ασία, και λύσσα τους έπιασε.

Μήτε να τακούση ο Θεοδορίχος αυτά. Πόλεμο λοιπόν αμέσως ο Ζήνωνας. Από Πόντο, απ' Ασία, από παντού μαζεύουνται αυτοκρατορικά στρατέματα. Διορίζει στρατηγό τους κάποιον του γυναικάδερφο, μα τόσο ανάξιος στάθηκε ο στρατηγός αυτός, που αναγκάστηκε ο Ζήνωνας να μηνήση του Θοδορίχου να κατέβη και να τονέ βοηθήση να χτυπήσουν το Θεοδορίχο.

Ας βγούμε παρέξω, κατά τη θάλασσα, ας σταθούμε πάνω σ' αυτό ταραγμένο το βαποράκι που μαζεύει ταξιδιώτες για τα νησιά. Άφινε τους ταξιδιώτες κι ας μαζεύουνται. Ύστερα τους σεριανίζουμε αν προφτάξουμε. Κοίταξε τώρα ολόγυρά σου. Κοίταξε, κι αν μπορής μην απορέσης, πώς γίνεται νάχη τέτοια Κόλαση τόση μορφιά!

Ορίστε τι έλεγε το διάταγμα· « Κ' επειδή κρίνουμε πως όλοι οι άλλοι είναι τυφλοί και κουτοί, τους καθίζουμε στο μέτωπο τη σιχαμερή ονομασία Αιρετικοί, και τους απαγορεύουμε να μαζεύουνται στο ιερό τόνομα της Εκκλησίας. Εξόν από τη θεία δίκη, θα λάβουν αυτοί και τη δική μας την παίδεψη».

Πηγαίνουν τότες και βρίσκουνε δυο τάγματα Γαλάτες και τους καταπείθουν κι αυτούς με μεγάλα ταξίματα να μπούνε στη συνωμοσία. Μαζεύουνται μια πρωινή σιμά στα λουτρά της Αναστασίας, και φορεμένος πορφύρα ο Προκόπιος παρουσιάζεται σαν αναστημένος Λάζαρος μέσα στην Πόλη. Λέγουν πως έτρεμε τότες από το φόβο του, μα οι στρατιώτες τον αποδέχουνταν αλαλάζοντας.

Ανυποψίαστοι αυτοί και πρόθυμοι πάντα για γλέντι, μαζεύουνται όσες χιλιάδες χωρούσαν, κι απάντεχαν την παράσταση. Και τι παράσταση! Του Γαρδικιού το δράμα απαράλλαχτο, μόνο που είτανε στα Γαρδίκι εφτακόσοι όλοι όλοι, και δω δέκα και παραπάνω φορές πιώτεροι, τοιχογυρισμένοι μέσα στο Ιπποδρόμιο.

Ό,τι κάμανε να γυρίσουν πίσω με το κυνήγι τους, και να σου ένας τσομπάνης έρχεται τρεχάτος κοντά του και τους λέει πως τοιμάζεται να ξεκινήση κατά την Αθήνα μεγάλο ασκέρι από το Μωριά, να τους κυριέψη τη χώρα. Οι συντρόφοι του Βασιλιά τρομάζουνε, ρίχνουν το κυνήγι τους χάμω, και μαζεύουνται γύρω του, να τονε ρωτήξουν τι πρέπει να κάμουν.

Αν και είχανε μάθει ν' ακούνε στη φωνή και να μερόνουν με το σουραύλι και να μαζεύουνται με το χτύπημα των χεριών, όμως τότες ο φόβος τάκανε να τα λησμονήσουν όλα. Και μόλις βρίσκοντάς τα από τ' αχνάρια σαν τους λαγούς, τα πήγανε στα μαντριά. Εκείνη μονάχα τη νύχτα κοιμήθηκαν ύπνο βαθύ κ' η κούραση γίνηκε γιατρικό στον ερωτικό τους πόνο. Μα όταν ξημέρωσε πάλι, πάλι υπόφερναν τα ίδια.

Τι; Το βαρέθηκες το γλωσσικό το ζήτημα; Σου το τάζω πως δε θαρχίσω λογομαχίες μαζί του. Δυο λόγια μονάχα. Δεν ταιριάζει να μην του πούμε δυο λόγια. Αν το πάρη απάνω του, που τονε βάζουμε ύστερ' από το Βασιλιά και το Βασιλόπουλο, δε θάχη άδικο και σ' αυτό. Κοίταξε τα όλ' αυτά τα παλικάρια που κοπαδιαστά τρέχουνε και μαζεύουνται μέσα στο μεγαλονόματο το Σκολειό του. Όλα μαζί του είναι.

Βγάζουν και παραβγάζουν τα φύλλα σου το μαγικό τους ταφιόνι, και μια χαρά μας κοιμίζουνε μέσα στον παχύ σου τον ίσκιο. Μέσ' από τα φυλλοκάρδια μας βυζάνουν οι ρίζες σου το φαρμάκι, και μέσα στην καρδιά μας το ξαναχύνει η κρύφια σου η αναπνοή. Τι φταις εσύ, κακορρίζικο δέντρο! Ποιος κατηγόρησε τα σκουλήκια που μαζεύουνται στο ψοφίμι! Σκουλήκια της Ρωμιοσύνης, μη μας ακούτε!