United States or American Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πάει να πη φαντάστηκε τον Έρωτα σκλάβο, μέσα στα σίδερα. Ναγωνίζεται, πάει να πη, να ξεφύγη απ' τη σκλαβιά του. Σαν εφιάλτης ήτανε εκείνο το α ν τ ά ν τ ε. Μα τον άγιο Θεό. Κ' ύστερα που σπάει τα σίδερα, εκείνο το α λ έ γ κ ρ ο το περίφημο ... ΦΛΕΡΗΣΌμως δεν πρόφτασε να τακούση ο ίδιος. Τώφερε η τέχνη του. Η ζωή δεν τώφερε. Ίσως δε θα το φέρη ποτέ στον κόσμο. Ποιος ξέρει, γιατρέ, καμμιάν ημέρα.

Όμως άκουσα καθαρά τα λόγια και κανείς άλλος από μένα δεν μπόρεσε να τακούση: — Σας . . . αγαπώ . . . τόσο . . . πολύ. Φαίνεται πως θα φώναξα από τον πόνο. Γιατί αιστάνθηκα πως μ' αγκαλιάσανε χέρια και με βαστάξανε. Κ' η κραυγή που μου ξέφυγε, έφτασε και την ετοιμοθάνατη.

Αχ, Αρετούλα, δεν τον έμαθες ακόμη τον κόσμο, και πήγες κ' έπεσες σε παγίδα μεγάλη και φοβερή. Άρπα το φανάρι και τρέχα ν' ανοίξης την πόρτα. Πρέπει να είνε ταδέρφια σου. Ύστερα πάλι τα ξαναλέμε. Πρόσεχε μόνο να μην τακούση, καημένη, ο Κωσταντής, γιατί χαθήκαμε. Τόξερε πως δεν θα τον ακούσουμε, και πήγε ίσια στο κορίτσι ο αδιάντροπος, που από το Θεό να το βρη!

Το παράσερνε ο Δίδαχος, κι ο κόσμος στενοχωριούταν. Ο Κωσταντίνος όμως, να τακούση δεν έστεργε πως ο λόγος καταντούσε κουραστικός, μόνο έλεγε και καλά να πάη εμπρός. Πάλι τον παρακαλούνε να καθίση στο θρόνο, και τότες γυρίζει και τους ρωτάει θυμωμένα πώς γίνεται να διδάσκεται ο θείος ο λόγος κι αυτός να κάθεται ραχατεύοντας.

Γυρίζει στην Πόλη, πιάνει φτωχικό σπίτιίσια ίσια το σπίτι που κατόπι το ξανάχτισε και τόκαμε κατάστημα για όσες παρόμοιες κοπέλλες θέλανε να ξαναζήσουν τίμια — κ' εκεί πότε με το κλώσιμο, πότε μ' άλλ' αργόχερα, καψόβγαζε το ψωμί της. Εκεί την αντάμωσε ο Ιουστινιανός, την ερωτεύτηκε, κι αποφάσισε να την πάρη γυναίκα του. Η θεια του η Ευφημία φυσικά μήτε να τακούση τέτοιο πράμα.

Μόλις μπορούσα να πιστέψω ό,τι έβλεπα, όταν όλα περάσανε καλά κ' η γυναίκα μου, έπειτα από βαρύν αγώνα, άρχισε να δυναμώνη σιγά σιγά. Έφερε στη ζωή ένα χαριτωμένο πλάσμα κι από τις πρώτες μέρες του μιλούσε με λόγια, που δεν μπορούσε να τακούση κανένας άλλος. Μα το κοριτσάκι δεν ήρθε. Στη θέση του ήρθε έν' αγοράκι, που τονομάσαμε Σβεν. Ο μικρός Σβεν μεγάλωνε κ' έγινε ο αγαπημένος όλων.

Θύμωσε και φώναξε· «— Πάλε ψεφτιές! Εγώ ξέρω την αλήθειαΔεν ήθελε ο δύστυχος να τακούση και γύρεβε να μην το μάθη, για να μη διή πως είχε σκοτώσει άδικα τη Λέλα. Ο Καρλής είναι στην Πόλη γνωστός. Παντού είναι γνωστός ο Καρλής. Καλέ μου Ψυχάρη, Πήγες στην εξοχή κι απόμεινα στο Παρίσι δίχως φίλο. Τι δε μου γράφεις; Το παράκαμες πια. Περίεργη αρρώστια που την έχεις! Τη λες αγραφιά και γελάς.

Μήτε να τακούση ο Θεοδορίχος αυτά. Πόλεμο λοιπόν αμέσως ο Ζήνωνας. Από Πόντο, απ' Ασία, από παντού μαζεύουνται αυτοκρατορικά στρατέματα. Διορίζει στρατηγό τους κάποιον του γυναικάδερφο, μα τόσο ανάξιος στάθηκε ο στρατηγός αυτός, που αναγκάστηκε ο Ζήνωνας να μηνήση του Θοδορίχου να κατέβη και να τονέ βοηθήση να χτυπήσουν το Θεοδορίχο.

Γιατ' είνε, οπού λες, θαμαστή ιστορία ετούτη· κ' είν' αληθινή ξεστόρηση, που δεν τη βρίσκεις στα χαρτιά και δεν τη γράφουν τα βιβλία. Κ' είνε οπού τη λέμε μεις ιστορία, και τη λέει παραμύθι ο κοσμάκης. Μα είνε ένα πράμα που γυρίζει ο νους ναν τακούση, και στέκεται το μυαλό ταθρώπου. Κ' εγώ σου λέω πως δεν είνε παραμύθι και δεν είνε ξεστόρηση.

Αφού είχε γίνη το κακό στην Πόλη, κατόρθωσαν οι φίλοι του να φύγη. Τον έφεραν πια τρελλό στο Παρίσι. Έμεινε δυο χρόνια άρρωστος. Όταν πήγα στην εξοχή, εκεί τον άφησα. Μήτε γω μήτε κανένας άλλος δεν μπορούσε να τον πλησιάση. Μια μέρα πήγαν και του είπαν, τάχατις για να τον ησυχάσουν, πως η αδερφή του παντρέφτηκε και πήρε το νέο το μουσικό που την αγαπούσε. Μήτε θέλησε να τακούση.