United States or Bulgaria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το παράσερνε ο Δίδαχος, κι ο κόσμος στενοχωριούταν. Ο Κωσταντίνος όμως, να τακούση δεν έστεργε πως ο λόγος καταντούσε κουραστικός, μόνο έλεγε και καλά να πάη εμπρός. Πάλι τον παρακαλούνε να καθίση στο θρόνο, και τότες γυρίζει και τους ρωτάει θυμωμένα πώς γίνεται να διδάσκεται ο θείος ο λόγος κι αυτός να κάθεται ραχατεύοντας.

Ακόμα πιο περίεργο, που και στο στρατό μέσα έμνησκαν ξέχωρα από τους άλλους, με δικούς τους στρατηγούς κι αξιωματικούς, κ' επειδή ανέβαιναν ως σαράντα χιλιάδες, είταν πάντα φόβος να σηκώσουν κεφάλι και νανοίξουν καινούργιες δουλειές, μόνο που γεωργικός όντας ο λαός τους θα καταντούσε ναλησμονήση με τον καιρό τάρματα και τη γλύκα τους.

Και αργότερα όταν ο οίκτος σου θα καταντούσε περιφρόνησις και μίσος, θα εγένουσουν χυδαίος και βάναυσος και θα εθανάτονες εις το πνεύμα μου κάθε ωμορφιά και θα κατέστρεφες εις την πονεμένην ψυχή μου κάθε ευγένειαν... Κ ώ σ τ α ς. Μαρία μου! Τα λόγια σου αυτά σε ζαλίζουν· σε κάνουν να τα χάνης, ν' απελπίζεσαι· αν μ' αγαπούσες, δεν θα μέκρινες τόσο σκληρά.

Χαμηλωμένα καθώς γέρναν τα μεγάλα της μάτια, αδύνατο να τα κοιτάξης απάνω στη γοργή της περπατηξιά· τάκρινες όμως από τα πηχτά, τα μαύρα ματόκλαδα, καθώς και τα φρύδια. Ένα και μονάχο ψεγάδι στο παράμορφο εκείνο το πρόσωπο, που κι αυτό για καλό της ομορφιάς καταντούσε. Το λαξευτό της σαγώνι δεν είχε και τη στρογγυλάδα που βρίσκεις σταρχαία ταγάλματα. Όσο για τη μύτη δεν πείραζε.

Στου μεγαλήτερου τρίκλινου την οροφή άστραφτε περίλαμπρος σταυρός από σπάνια πετράδια. Απέραντα περιβόλια και δάση, κι από την πρόσοψη του Παλατιού κι' αριστερά. Δεξιά πάλι έβλεπες το Φάρο εκεί που ο Βόσπορος σμίγει με την Προποντίδα. Από κει άρχιζε το βασιλικό το τοιχογύρισμα, τραβούσε παράλληλα με την ακρογιαλιά, ως ένα μίλι παραμέσα, και καταντούσε πάλε στη θάλασσα, στο Κατάστενο.

Κι ως τόσο η μεγάλη του αυτή αρετή είταν και το μεγαλύτερο του ψεγάδι. Η φιλοδοξία του καταντούσε ανοικονόμητη και παράλογη μεγαλομανία.

Είδαμε πως όλα τα πρόβλεπε, όλα τα λογάριαζε, εξόν τα θεολογικά. Είδαμε πως τη θρησκεία του δεν την έθρεφε βαθιά αγιωσύνη κ' ευσέβεια, παρά απλή ευλάβεια και θεοφοβωσύνη, που κάποτες καταντούσε σαν είδος δεισιδαιμονία. Μια και ξεγλύτωνε ο θετικός του νους από θεωρίες, έφεγγε διάφανος και καθάριος.

Γιατί ποια σημασία είχαν τα έπιπλα, τα φορέματα, τα πράματα; Ποια σημασία είχε αν δυο ερειπωμένοι άνθρωποι, που η ζωή τους κόντευε να τελειώση, καθόνταν εδώ και θλιβόντανε για την αντίθεση μεταξύ χτες και σήμερα, μιαν αντίθεση που καταντούσε ασήμαντη όσο η αλλοτινή ευημερία είτανε τόσο μικρή; Ποια σημασία είχαν όλ' αυτά εμπρός στο πως αυτή δεν έμελλε να ξαναδή ποτέ το νησί της νιότης της, όπως το είδε μια φορά;

Καθώς μολογάνε ο Ριζόμυλος είτανε ο καλλίτερος μύλος με μεγάλη κάνουλα, με τριπλές και τετράδιπλες μυλόπετρες, με μαϊντάνια και νεροτριβιά· το νερό ποτέ δεν τούλειπε. Απ' την πολλή δουλειά καταντούσε να περιμένουν μέρες ν' αλέσουν όσο να πάρη αράδα ο κόσμος. Ο Λιάκος ο μυλωνάς, είταν άγιος άνθρωπος, όσο και παλληκάρι. Εκείνα τα χρόνια και τα δυο αυτά πράμματα χρειάζουνταν.

Κ' η Πρόνοια που λες και πάντα μας αγαπούσε, που καθώς θα δούμε, όχι μια και δυο, παρά κάμποσες φορές, ύστερ' από σειρά ανωφέλευτους Αυτοκρατόρους μας έφερνε κ' έναν της ανθρωπιάς άμα καταντούσε το κράτος στο μη παρακείθε, το τέλεσε και τώρα το θάμα της, πλημμυρισμένος καθώς είταν ο τόπος με Γότθους από τη μια, παραζαλισμένος με τον Αρειανισμό από την άλλη.