Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025
Για δυστυχία τους, είχαν ξεχάσει να σηκώσουν στο κατάστρωμα τη βάρκα που είχε δεθή στην πρύμη κ' έσκιζε τη θάλασσα. Ένα μεγάλο κύμα την ξεκόβει από το καράβι και την πέρνει μακρυά. Η Ιζόλδη φωνάζει: «Αλλοίμονο! Δυστυχισμένη εγώ! Ο Θεός δε θέλει να ζήσω αρκετά για να ιδώ τον Τριστάνο, το φίλο μου, μια φορά ακόμη, μοναχά μια φορά. Θέλει να πνιγώ σ' αυτή την θάλασσα.
Εξ ενός μέρους ο Νέρων, η Σύγκλητος, ο λαός, οι λεγεώνες σφίγγοντες διά σιδηρού κλοιού τον κόσμον ολόκληρον, αναριθμήτους πόλεις, αναριθμήτους εκτάσεις γης, — μία δύναμις, ομοίαν της οποίας ουδέποτε είχεν ιδεί οφθαλμός ανθρώπου, — και αφ' ετέρου, αυτός, τόσον κυρτωμένος εκ της ηλικίας και του έργου του, ώστε αι τρέμουσαι χείρες του μόλις ηδύναντο να σηκώσουν την οδοιπορικήν ράβδον του.
Τα καράβια των Μεθυμνιωτών ξεκινούσαν προτού να σηκώσουν τις άγκυρες και μπροστά από τη ναυαρχίδα επήγαινε δελφίνι, πηδώντας έξω από τη θάλασσα· τα γίδια και τα πρόβατα τα οδηγούσε πολύ γλυκός σκοπός σουραυλιού και κανένας δεν έβλεπε εκείνον που έπαιζε. Κ' έτσι τα πρόβατα και τα γίδια επροχωρούσαν κ' εβόσκανε μαζί, γητεμένα από τη μουσική.
Είπε και του πατέρα εφτύς το λόγο ακούει ο Φοίβος, και κάτου τρέχει οχ τα βουνά της Ίδας ως στον κάμπο, κι' όξω μακριά το Σαρπηδό απ' τις ρηξές σηκώνει, πολύ μακριά, μ' αγνό νερό τον πλαίνει ποταμήσο, του αλείφει λάδι αθάνατο, του βάζει αιώνια ρούχα, 680 και στέλνει διο οδηγούς γοργούς μαζί να τον σηκώσουν, το Χάρο κι' Ύπνο, δίδυμα διο αδέρφια, που σε λίγο ως στης Λυκιάς τον πήγανε μες στα χωριά τα πλούσια.
Οι παλληκαράδες δοκίμαζαν να σηκώσουν απάνου χοντρά χάλαρα, θεμέλια ποιος ξέρει τίνων σπιτιών, και πλάκες θεριωμένες, σκεπάσματα τις ξέρει ποιανών πεθαμένων.
Η αίρεση όμως δεν είταν και να φυσήξης να πέση, μάλιστα στην Αλεξάντρεια, που το κάθε κόμμα ήθελε και τον Πατριάρχη του, και μπορούσανε να σηκώσουν και στάση οι Αιρετικοί. Τι κάμνει λοιπόν ο Ζήνωνας στα 482; Βγάζει το περίφημο το «Ενωτικό» του, που από τόνομα μονάχα το νοιώθουμε τι πήγαινε να πη.
Εγώ σαν το είδ' αυτό, έκαμα να σηκωθώ, και μου ήρθε σα λιγοθυμιά, κ' έπεσα πίσω με τ' αδράχτι στο χέρι. Μήτε να φωνάξω δεν πρόφταξα. Μα είμουνα γερή γυναίκα, και δεν πρέπει να βάσταξε πολύ η λιγοθυμιά. Σαν άρχισα να συνεφέρνω, κατάλαβα πως γυρεύανε να με σηκώσουν και να φύγουνε.
Γιατί όταν αυγατίσουν οι προλετάριοι στον Ελληνισμό και τους σηκώσουν στο πόδι τα σοσιαλιστικά αισθήματα, ένστικτα ή ιδανικά, θα κάμουν και απεργίες και σηκωμούς, και μπορεί και να σκοτωθούν πολλοί, μαλώνοντας με το πισωδρομικό κράτος. Όσο για την ευτυχία των ανθρώπων δε φροντίζω, γιατί, ούτε τη δική μου ευτυχία δε γυρεύω.
Σκληρός με καταφρόνια, π α τ ρ ι ώ τ ε ς, όμως είναι γεγονός πως κάποιοι κάπως ταράζονται. Και μπορεί μια μέρα να σηκώσουν πολλούς στο πόδι. Ε! Τι σημαίνουν όλ' αυτά τα πράματα; Δε σου φαίνεται, κ.
Και όταν με είδον έστειλαν το καΐκι έξω, διά περιέργειαν να ιδούν δηλαδή τι θέλω, ή τις είμαι· και φθάνοντας το καΐκι εκεί πλησίον, τους ωμίλησα και τους εζήτησα διά έλεος να με σηκώσουν από εκεί, διότι εκινδύνευα να θανατωθώ.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν