United States or Slovenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ένα με το άλλο τα στηρίγματα έφευγαν από τη σκάρα και το μπρίκι άρχισε να ταλαντεύεται μουδιασμένο θαρρείς από την τόση ακινησία, άτολμο ακόμη στο νέο του στάδιο. Τα παιδιά που είχαν ανεβή απάνω του έτρεχαν από πρύμη σε πλώρη, από πλευρό σε πλευρό μαζί όλα, με τον κουφό θόρυβο κοπαδιού προβάτων. — Γιούργια! έκραξε μια στιγμή ο πρωτομάστορης.

Κάτω από το τρεμόφεγγο των άστρων, το πισαλειμμένο σκαφίδι του με τα παραπέτα φελοντυμένα, την πρύμη και την πλώρη χαλκόφραχτη, μόλις ξεχωρίζει από τα σκοτεινά νερά και της ακρογιαλιάς τα χάλαρα.

Μα δεν την παραιτά καθόλου τη θέσι του· δεν αφίνει στιγμή από τα μάτια τον ζωντανόν καθρέφτη του. Τέλος σηκώνει εκείνος τα μάτια, τον καλοκυτάζει μια στιγμή και λέγει με φωνή αδιάφορη: — Ναι... Αρχάγγελος. Εχάθηκε στο τάδε μέρος της Ρούμελης· εκόπηκε στα δυο· Η πρύμη του ερρίχθηκε στους βράχους με δυο παιδιά μέσα... Τα παιδιά είνε ζωντανά. Ζωντανά!

Είπε, και σ' όλους έβαλε απόφαση και θάρρος. 667 Μα μιας την πρύμη ο Έχτορας και μπόρεσε να πιάσει, 716 πια δεν την άφινε στιγμή κρατώντας τη φιγούρα με τα διο χέρια δυνατά, και φώναξε τους Τρώες «Φέρτε φωτιά, κι' ως στο στερνό σα σκύλοι πολεμάτε!

Εδρασκέλαεν από πρύμη σε πλώρη το κατάστρωμα, σαν το λεοντάρι μέσα στο κλουβί· πότε εμίλαε μόνος του δυνατά· πότε εχειρονομούσε χωρίς αιτία· πότε ετραβούσε τα μαλλιά κ' εχτυπούσε το κεφάλι του στα ξύλα και όλο εβλαστημούσε την τύχη του και την τέχνη του. Στη γολέτα ήσαν απλωμένα όλα τα πανιά.

Και το κατώφλι διάβηκεν ο θείος Οδυσσέας• του 'στειλ' ο Αλκίνοος οδηγόν τον κήρυκα έμπροσθέν του, προς το καράβι το γοργότην άκρα της θαλάσσης• 65 άλλαις τρεις δούλαις σύγχρονα του προβοδούσ' η Αρήτη• το φόρεμα το καθαρόν η μια και τον χιτώνα, η άλλη το καλόφθειαστο κιβώτιον εβαστούσε, και το κρασί το κόκκινο με ταις τροφαίς η τρίτη• και άμα το πλοίον έφθασετην άκρα της θαλάσσης, 70 οι ξακουσμένοι προβοδοί μες το βαθύ καράβι τα φαγητά και το πιοτόν επήραν κ' εφυλάξαν• και του Οδυσσέα τάπητα έστρωσαν και σινδόνιτου πλοίου το κατάστρωμα, για να γλυκοκοιμάται, 'ς την πρύμη• τότ' ανέβηκε κ' επλάγιασεν εκείνος 75 ήσυχα• και αυτοί 'κάθισαν με τάξιταις σανίδαις, και από τον λίθον έλυσαν τον τρύπιον τα σχοινία• κ' ενώ το σώμα γέρνοντας την άρμη αυτοί σκορπούσαν, ύπνος κατέβαινε βαρύς εις τα ματόφυλλά του, βαθύς πολύ, γλυκός πολύ, παρόμοιος του θανάτου• 80 και όπως τετράσειρ' άλογα βαρβάτα και ανδρειωμένα, καθώς τα πλήχτ' η μάστιγα, χύνονται ομούτο σιάδι, και ανάερα σηκόνονται και πολύν δρόμον σχίζουν, του καραβιού σηκόνονταν και η πρύμη, και το κύμα οπίσω μαύρο εμάνιζε της φλοισβερής θαλάσσης. 85 κ' έτρεχε κείνο ανέμποδα 'π' ουδέ το κιρκινέλι, το πλειά γοργόπτερο πουλί, δεν ήθελε το φθάσει• με τόσην ορμήν έσχιζε το κύμα της θαλάσσης, κ' έφερνεν άνδρα 'π' ώμοιαζετον νου των αθανάτων, 'που αφού παθήματ' άπειρα αισθάνθηκ' η ψυχή του, 90 πολλάταις μάχαις των ανδρών καιτα φρικτά πελάγη, τότε εκοιμώνταν ήσυχος και όσά 'παθ' ελησμόνει.

Εξέχασα τον δικό μου κίνδυνο κ' εγύρισα σ' εκείνο την προσοχή μου, μην ημπορώντας να φαντασθώ τι τάχα τους έφταιξε και ήσαν τόσον οργισμένα εναντίον του τα κύματα; Το μπάρκο είχε δύο τρόμπες· μία στην πρύμη και μία στην πλώρη. Για να κινηθούν ήθελαν από τρεις ανθρώπους καθεμία. Στην αρχή δεν ήθελαν ν' αφήσουν τον καπετάνιο να καταπιαστή με τις τρόμπες. Μα έπειτα έγινε ο μοναχός αλλαχτής μας.

Για δυστυχία τους, είχαν ξεχάσει να σηκώσουν στο κατάστρωμα τη βάρκα που είχε δεθή στην πρύμη κ' έσκιζε τη θάλασσα. Ένα μεγάλο κύμα την ξεκόβει από το καράβι και την πέρνει μακρυά. Η Ιζόλδη φωνάζει: «Αλλοίμονο! Δυστυχισμένη εγώ! Ο Θεός δε θέλει να ζήσω αρκετά για να ιδώ τον Τριστάνο, το φίλο μου, μια φορά ακόμη, μοναχά μια φορά. Θέλει να πνιγώ σ' αυτή την θάλασσα.

Κανείς δεν έρχεται να τον προστατέψη· κανείς δεν τολμά να κράξη στον αμείλικτο βλάμη του: φτάνει! Κ' εκείνος παντοδύναμος αφέντης εκεί μέσα, τρέχει αψύς από πρύμη σε πλώρη, δένει τον σφιχτά στον αργάτη με τα σχοινιά, σηκώνει στη μέση το κατάρτι, απλώνει το πανί, λύνει πρυμόσχοινα.

Έβλεπε τάχα το κύμα που άπλωνε ήμερο εμπρός ή τον ίσκιο του πλοίου που με τη σκάφη ψηλή πρύμηπλώρη, τ' αγέρωχα κατάρτια, την καμαρωτή κοντραγέφυρα και τον ψηλό καπνοδόχο και το μπαστούνι φοβερό, εγλυστρούσε σαν πολεμικός κριός απάνω στα νερά; Ποιος το ξεύρει!