Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025
Και το κατώφλι διάβηκεν ο θείος Οδυσσέας• του 'στειλ' ο Αλκίνοος οδηγόν τον κήρυκα έμπροσθέν του, προς το καράβι το γοργό 'ς την άκρα της θαλάσσης• 65 άλλαις τρεις δούλαις σύγχρονα του προβοδούσ' η Αρήτη• το φόρεμα το καθαρόν η μια και τον χιτώνα, η άλλη το καλόφθειαστο κιβώτιον εβαστούσε, και το κρασί το κόκκινο με ταις τροφαίς η τρίτη• και άμα το πλοίον έφθασε 'ς την άκρα της θαλάσσης, 70 οι ξακουσμένοι προβοδοί μες το βαθύ καράβι τα φαγητά και το πιοτόν επήραν κ' εφυλάξαν• και του Οδυσσέα τάπητα έστρωσαν και σινδόνι 'ς του πλοίου το κατάστρωμα, για να γλυκοκοιμάται, 'ς την πρύμη• τότ' ανέβηκε κ' επλάγιασεν εκείνος 75 ήσυχα• και αυτοί 'κάθισαν με τάξι 'ς ταις σανίδαις, και από τον λίθον έλυσαν τον τρύπιον τα σχοινία• κ' ενώ το σώμα γέρνοντας την άρμη αυτοί σκορπούσαν, ύπνος κατέβαινε βαρύς εις τα ματόφυλλά του, βαθύς πολύ, γλυκός πολύ, παρόμοιος του θανάτου• 80 και όπως τετράσειρ' άλογα βαρβάτα και ανδρειωμένα, καθώς τα πλήχτ' η μάστιγα, χύνονται ομού 'ς το σιάδι, και ανάερα σηκόνονται και πολύν δρόμον σχίζουν, του καραβιού σηκόνονταν και η πρύμη, και το κύμα οπίσω μαύρο εμάνιζε της φλοισβερής θαλάσσης. 85 κ' έτρεχε κείνο ανέμποδα 'π' ουδέ το κιρκινέλι, το πλειά γοργόπτερο πουλί, δεν ήθελε το φθάσει• με τόσην ορμήν έσχιζε το κύμα της θαλάσσης, κ' έφερνεν άνδρα 'π' ώμοιαζε 'ς τον νου των αθανάτων, 'που αφού παθήματ' άπειρα αισθάνθηκ' η ψυχή του, 90 πολλά 'ς ταις μάχαις των ανδρών και 'ς τα φρικτά πελάγη, τότε εκοιμώνταν ήσυχος και όσά 'παθ' ελησμόνει.
Μον τα στήθια 590 στήστε μπροστά στον Αία μας, το γιο του Τελαμώνα.» Έτσι είπε σα λαβώθηκε. Κι' αφτοί όλοι πυκνωμένοι στέκουν σιμά του — γέρνοντας στους ώμους τις ασπίδες — μ' όρθια κοντάρια. Κι' έσμιξε ο Αίας στους συντρόφους, κι' ανάμεσό τους φτάνοντας ξαναγυρνάει και στέκει. 595 Τότε έτσι αφτοί χτυπιόντουσαν σαν πυρκαγιά αγριεμένη.
Στην όχθη ενός μαύρου ποταμού, χιλιάδες παρθένες, χλωμές και θλιμένες, με λυμένα τα μαλλιά, γέρνοντας θλιβερά απάνω στα σκοτεινά νερά του ποταμού, άπλωναν με απελπισία τα χέρια σ' ένα μακρυνό περιγιάλι.
— Χάρισμά σου! της είπε ο Παύλος. Κι' απ' τη στιγμήν εκείνη δεν είδε τίποτε άλλο στον κόσμο απ' την Παυλίνα, ούτε τον ουρανό, ούτε τη θάλασσα, ούτε τάστρα, ούτε τα λουλούδια, γιατί όλα τα ζήλευε η Παυλίνα. Έν' άλλο πρωί, γέρνοντας στην αγκαλιά του, του είπε πάλι: — Δος μου το νου σου και τα συλλογικά σου, Παύλο. Να τάχω δικά μου και μόνο δικά μου.
Έτσι πολλά του φώναζαν του λατρεμένου γιου τους 90 και τόνε ξόρκιζαν κι οι διο με πόνο και λαχτάρα· μα γνώμη αφτός δεν άλλαζε, μον το γοργό Αχιλέα καρτέραε πάντα πούφτανε θεόρατος, σα γίγας. 92 Και την ασπίδα γέρνοντας σε προβγαλμένο πύργο 97 είπε με βογγητά βαθύ μες στην τρανή καρδιά του Ωχού μου! αν σύρω και χωθώ μέσα στο κάστρο τώρα, άτιμος είμαι θα μου πει ο Πολυδάμας πρώτος, 100 πούθελε πίσω το στρατό να φέρω μες στο κάστρο την έρμα εκείνη τη νυχτιά σα βγήκε ο Αχιλέας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν