Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025


Την ακόλουθον ημέραν κατά πρώτον επήγα με την κασσέλαν μου εις ένα υψηλόν τόπον, και εθεώρησα καταλεπτώς την κατάστασιν του στρατεύματος του Κασέμ, ομοίως και την τένταν που αυτός ήτον οικονευμένος· και ωσάν είδα όλα αυτά καλώς, επήγα εις έναν τόπον πετρώδη, και έμασα πολλότατες πέτρες μικρές και μεγάλες, και εγέμισα όσον ημπόρεσα την κασσέλαν μου· έπειτα εφέρθηκα εκείνην την ίδια νύκτα εις την τένταν του βασιλέως, τον καιρόν πού οι φύλακες εκοιμώνταν, και κατεβαίνοντας εκεί εβγήκα κρυφίως από την κασσέλαν μου χωρίς να είμαι από κανένα θεωρημένος, και βλέποντας που ο Κασέμ εκοιμώνταν, τραβώ μιαν πέτραν και τον κτυπώ με μεγάλην δύναμιν εις το κεφάλι, και τον ελάβωσα μεγάλως.

Εβγήκα λοιπόν από την κασσέλαν μου και γάλι γάλι εκατέβηκα από ένα παράθυρον, και από εκεί ήλθα εις τον χοντζερέ, που η βασιλοπούλα ευρίσκετο· η οποία εκοιμώνταν εις ένα ολόχρυσο κρεβάτι, και τριγύρου εις το κρεβάτι της έστεκαν τέσσαρες λαμπάδες αναμμένες.

Αφού εξεμάκρυνεν αυτός ο δράκων, επήρα θάρρος, και γεμάτος από περιέργειαν εκίνησα προς την τένταν, διά να ιδώ τι άνθρωπος ήτον εκείνος που εκεί εκοιμώνταν και εμβαίνοντας μέσα εις αυτήν, τον είδα ωσάν να εκοιμώνταν, ο οποίος έδειχνε πως ήτον έως εκατόν είκοσι χρονών ηλικίας, και εφαίνονταν πως να ήτον ακόμη ζωντανός, με όλον που ήταν πολλοί αιώνες που ήτον αποθαμμένος· εστάθηκα καμπόσον διά να στοχασθώ με επιμέλειαν· επήρα έπειτα την κασσέλαν την χρυσήν, εις την οποίαν είχε το χέρι του ακουμπισμένον, και ανοίγοντάς την έβγαλα κάποια σανιδάκια παλαιά επάνω εις τα οποία έστεκαν γραμμένα τα ακόλουθα λόγια· «Ασή, υιός του Βραχία, και μέγας βεζύρης του Σολομώντος, είμαι εγώ που εδώ με βλέπετε· εγώ βλέποντας πως επλησίαζα εις τον θάνατον, εδιάλεξα ετούτο το έρημον νησί, διά να αφήσω το θνητόν μου κορμί υποκάτω εις ετούτην την τένταν προς ωφέλειαν του ανθρωπίνου γένους.

Αφού δε έφαγα μερικά πωρικά, και επεριδιάβασα ολίγον, εξαναγύρισα εις το Καστέλλι, και εξαναηύρα την νέαν που ακόμη εκοιμώνταν.

Εσταμάτησα καμπόσον διά να την στοχασθώ· αυτή μου εφάνη πολλά νοστιμοτάτη και ωραία, και ήθελα της γένει αγαπητικός, αν δεν ήμουν όλος αφιερωμένος διά την Αλγεμάλ· είχα μίαν άκραν επιθυμίαν να μάθω διά ποίαν αιτίαν ευρίσκονταν εις ένα νησί έρημον, μία κυρία νέα μοναχή εις το καστέλλι, που άλλος κανείς εκεί δεν εφαίνετο· επιθυμούσα μεγάλως να εξυπνούσεν αυτή, μα ωσάν την είδα που εκοιμώνταν εις ένα βαθύν ύπνον, δεν αποκότησα να συγχίσω την ανάπαυσίν της.

Αυτά της είπα και η θεά μ' απάντησεν αμέσως• Θα σου ομιλήσω, ξέν', εγώ με όλη την αλήθεια. ο Ήλιος όταν αναιβή τα μεσουράνια μέρη, 400 έρχεται από την θάλασσαν ο άψευτος ο γέρος, 'ς το μαύρον ανατρίχιασμα, 'π' ο Ζέφυρος σηκόνει, και άμ' έξω βγη, 'ς τα σπήλαια τα θολωτά κοιμάται. γύρω του η φώκαις, της καλής απόγονοι Αλοσύδνης, μαζή πλαγιάζουν, βγαίνοντας από το λευκό κύμα, 405 και πικροπνέουν της βαθειάς θαλάσσης μυρωδία. εκεί το γλυκοχάραμμα εγώ θα σ' οδηγήσω, θα σε πλαγιάσω αραδικώς, και τρεις θε να διαλέξης συντρόφους, τους καλήτερους, όπ' έχειςτα καράβια. και όλαις εγώ θέλει σου ειπώ ταις πονηριαίς του γέρου• 410ταις φώκαις πρώτα θε να 'λθή, και θα ταις αριθμήση• και, άμ' όλαις ταις εμέτρησε κ' εθώρησε, θα πέσητην μέση τους, ως ο βοσκόςτην μέση των προβάτων. και ως τον ιδήτε, 'πώπεσετον ύπνο, τότε αμέσως την δύναμι θα βάλετε και την καρδιά σας όλη, 415 κρατώντας τον, και ας προσπαθή μ' αγών' αυτός να φύγη• θα δοκιμάση, θα γενήτην γην όσα κινούνται θεριά, θα γένη και νερό, και πυρ θεοφλογισμένο• και σεις πάντοτε ακλόνητοι βαστάτε σφίγγοντάς τον στενώτερα• αλλ' άμ' αυτός μόνος του σ' ερωτήση, 420 και γένη όπως τον είδετετον ύπνο, 'που εκοιμώνταν, την βία τότε παύσετε και λύσετε τον γέρο, ήρωα, κ' ερώτα ποιος θεός σε βασανίζει τώρα, και πώς, το μέγα πέλαγος σχίζοντας, να γυρίσης.

Σαράντα χρόνια εκείνο το γράμμα, που αντιπροσώπευε τον πολυαγαπημένο τον άντρα της Κώσταινας, εκοιμώνταν μέσα στην μοσκομυρισμένη αγκαλιά του νυφιάτικου του φεσιού της, με τα χρυσά τα τέλια, που αντιπροσώπευε τες νυφιάτικες τες μέρες της.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν