United States or Mexico ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την αυγή από βαθύν όρθρο, ως που να βγη ο ήλιος, λειτούργησεν η εκκλησιά, όπου μ' όλο το νυχτερό γλέντι παρευρέθηκαν ολόρθοι οι πανηγυριστάδες. Κι' όταν πρωτόρριχνε ο ήλιος τες αχτίδες του κατά την πεδιάδα από τα ψηλά κορφοβούνια του Πίνδου κ' η εκκλησιά απολειτούργησε, όλος ο κόσμος εκείνος ο αμέτρητος του πανηγυριού χύθηκε στες ράχες του βουνού απάνω, ανάμεσα στα χαλάσματα.

Αλλ' όμως δεν υπήρξεν ίχνος ταραχής εις τας ησύχους λέξεις Του, όταν ελθών και τρίτην φοράν ευρών αυτούς κοιμωμένους, είπε, «Καθεύδετε το λοιπόν και αναπαύεσθε. Ικανόν εστιν. Η ώρα ελήλυθεν. Ιδού, ο Υιός του Ανθρώπου παραδίδεται εις χείρας αμαρτωλών». Δεν θέλω Εγώ τώρα να διακόψω τον βαθύν ύπνον σου. Θα διακοπή αποτόμως και σκληρώς παρ' άλλων. «Εγείρεσθε, άγωμεν. Ιδού, ήγγικεν ο παραδιδούς Με».

Ολόκληρος ο Πλούταρχος εις 10 τόμ. δεμένους ΔΡ. 35. — ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ. Μετάφρ. Α. Καμπάνη. ... » 0.80 Έκαστος τόμος δεμένος επί πλέον λεπ. 50 Εκδιδομένη υπό την διεύθυνσιν του Δρος. Ο μέγιστος των αρχαίων και νεωτέρων τραγικών ποιητών διά την ισχυράν δραματικότητα, το βαθύν και συχνά προφητικόν της σκέψεως, την λυρικήν έξαρσιν και την αρμονίαν της εννοίας και του ήχου.

Τώρα πλέον εγώ είμαι η ...πόσις, και συ ο ...πότης. Πότε θα έλθη η έγερσις!; Βαθείαν θυελλώδη νύκτα, προς όρθρον βαθύν, ο όμβρος εκόπασεν αίφνης, και δαιμονιώδης τυφών, κραταιός άνεμος εφύσησε, κ' έπαυσεν ο κατακλυσμός του νερού, αφού επί τρεις ώρας είχε κάμει να πλεύση όλον το χωρίον εις την κοιλάδα την παράλιον.

Κι' ενόμιζα πως έβλεπα ωραίας κόρης φάσμα από 'ψηλό παράθυρο να κατεβαίνη κάτω· δεν ήτο τίποτε, ψευδές της φαντασίας πλάσμα . . . ύπνον βαθύν η Βέρα μου ησύχως εκοιμάτο, Και να μην ξέρω ένα καν τραγούδι Ρωσσικό, να ξιππασθή 'στον ύπνο της με ήχους πατινάδας, και με αφρώδες ένδυμα να έβγη νυκτικό, καθώς εκείνας τας λευκάς των μύθων Ναϊάδας;

Όταν ψελλίσασα σεμνώς και ευλαβώς το «Άι-Βασίλη μουαπεκοιμήθη, τότε όντως ωνειρεύθη ιδούσα λαμπροφορεμένον, ως έλεγε κατόπιν, τον Άγιον Βασίλειον, με την ασκητικήν μορφήν του την ωχράν και τον βαθύν μαύρον του πώγωνα κόπτοντα από το χρυσούν του φελλόνιον τεμάχια χρυσά και μοιράζοντα εις τους πτωχούς, από τα οποία έδωσε και εις αυτήν έν με αδάμαντας στολισμένον· αλλά τώρα δεν ωνειρεύετο το Χρυσώ.

Η μόνη θωπεία επί των παρθενικών παρειών ήτο η της αύρας και το μόνον φίλημα ήτο το φλοισβίζον ρεύμα του ρύακος το προσπαίζον στιγμιαίως επί της χλόης, και είτα χυνόμενον εις τον βαθύν χείμαρον. Και όμως η φύσις ήτο ουχ' ήττον φαιδρά, αλλ' η τύχη είχεν επιζητήσει να καταστρέψη πάσαν αυτής την ευεργετικήν χάριν.

Και μη φοβουμένη, όπως ο στρατηγός Τσουρτς, όστις εκολύμβα κρατών λόγχην διά ν' αμυνθή κατά των καρχαριών, κατέβαινεν εις το Παλαιόν Φάληρον κατά τον βαθύν όρθρον και εκολύμβα. Αι οικογένειαι κατέβαιναν με τα κάρρα, οι δε νέοι με γαϊδούρια της Πλάκας, τα οποία συνηθροίζοντο είς τινα πλατείαν της συνοικίας Μακρυγιάννη και εδίδοντο αντί 50 λεπτών ή δραχμής.

Επί πολύν χρόνον μετά ταύτα, τας νύκτας, τα όνειρά μου εσχηματίζοντο εν μέσω σχοινίων κ' ιστών και ιστίων εν μέσω πελάγους και αφρού και κυμάτων. Πλέοντα, λοξοδρομούντα, καραβίζοντα όνειρα. Γαλήνης και τρικυμίας όνειρα. Με τα πανιά όνειρα! Έως ου αφυπνίσθην μίαν πρωίαν με υπολευκάζοντα τον βαθύν πώγωνα. Το λευκόν μοι επροξένησε ρίγος. Ο λογισμός μου δεν έχει πόθους πλωτούς πλέον.

Έγερνε εκεί στην οχθιά κ' έσμιγε με τα φαρμακωμένα τα χείλη του τη φλογέρα κ' εξύπναε από βαθύν ύπνο τις Νεράιδες της λίμνας, που αναπάβονταν στα γιάλινα τα παλάτια τους. Κ' ήταν πικρό και παραπονιάρικο το τραγούδι του άμοιρου Αργύρη. Έβλεπε πολλές φορές μαπορία και τρόμο, να σουρώνη η λίμνα στη μέση και νανοίγη αφαλό στα βάθη της. Να ρουφάη αποκεί κλαριά ολάκερα από έλατα και χορτάρια.