United States or Liechtenstein ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οφείλομεν λοιπόν να ερχώμεθα επίκουροι πάντοτε εις την καλλίστην διοίκησιν του νόμου. Διότι, επειδή ο λογισμός είναι καλός και μειλίχιος και όχι εκβιαστικός, χρειάζεται υπηρέτας η διοίκησίς του, διά να νικά προς το καλόν μας το χρυσούν γένος τα άλλα γένη.

Είναι κατόρθωμα περίφημο και που ο λογισμός του ιστοριογράφου απορεί, να το κατάφερε τέτοιο πράμα, δηλαδή να καταντήση το ρωμαίικο, που σήμαινε πρώτα το λατινικόμην το ξεχνούμενα σημαίνη σήμερις παντού ελληνισμό, και μάλιστα ελληνισμό κι ορθοδοξία συνάμα.

Οι γέροι δεν εμίλησαν τότες. Είχαν καρφώσει γερά τα μάτια τους απάνω 'ςτήν εικόνα κι ο λογισμός τους ποιος ξέρει σε τι καιρούς και σε τι τόπους αρμένιζε. Μοναχά οι αρβανιτάδες εσυντυχιώνταν κ' έλεγαν ο ένας τ' αλλουνού με τη γλώσσα τους: — Μωρέ Σκέντο ιχούμπουρ! Τήρα, ωρέ καψαρέ, βασιλιά πούχαμεν μια βολά οι δύστυχοι. — Για βιστό κουρμ για βιστό τριμρί! — Τήρα άρματα κι άλογο και φορεσιά;

Έτσ' η συνείδησις δειλούς όλους μας κάμνει, κ' έτσι το φυσικό της αποφάσεως χρώμα νεκρόνει ο λογισμός με την χλωμήν θωριά του.

Επί πολύν χρόνον μετά ταύτα, τας νύκτας, τα όνειρά μου εσχηματίζοντο εν μέσω σχοινίων κ' ιστών και ιστίων εν μέσω πελάγους και αφρού και κυμάτων. Πλέοντα, λοξοδρομούντα, καραβίζοντα όνειρα. Γαλήνης και τρικυμίας όνειρα. Με τα πανιά όνειρα! Έως ου αφυπνίσθην μίαν πρωίαν με υπολευκάζοντα τον βαθύν πώγωνα. Το λευκόν μοι επροξένησε ρίγος. Ο λογισμός μου δεν έχει πόθους πλωτούς πλέον.

Έξω δε από όλα αυτά υπάρχει ο λογισμός, όστις υπολογίζει ποίον από αυτά είναι καλλίτερον ή χειρότερον, ο οποίος, όταν γίνη κοινή απόφασις της πόλεως, έχει το ιδιαίτερον όνομα νόμος. Μόλις κάπως σε παρακολουθώ, οπωσδήποτε όμως λέγε τα ερχόμενα κατόπιν ως να παρακολουθώ. Και εγώ το ίδιον αισθάνομαι ότι συμβαίνει. Περί αυτών λοιπόν ας σκεφθώμεν ούτω πως.

Ωρισμένως δεν ήτο πλέον ευχαριστημένος με την ζωήν, εις την οποίαν προ τινων ετών είχεν επανέλθει με τόσην χαράν. Ο χιμαιρικός κόσμος, εις τον οποίον έζη μέχρι τούδε μίαν ζωήν πλήρη, ήρχιζε να του φαίνεται κενός και ψεύτικος. Και ήρχοντο στιγμαί κατά τας οποίας ο λογισμός του εφέρετο με πόθον προς κόσμον άλλον φανταστικόν και αυτόν, αλλ' όστις είχε χαρακτηριστικά τινα κοινά με το χωριό.

Θάλεγες πως τα κορμιά τους ήταν εκεί, κι ο λογισμός του έτρεχε μακριούς, μακριοπερπάτητους, τραχιούς κι ανάντιους δρόμους. Σιγά, δίχως κι αφτοί να το νιώθουν γιατί, μπορεί για ναλαφρώσουν το φαρμακερόν τους τον καημό, τόσκουξαν λιγάκι το πικρό το τραγούδι τους· κατάπικρο σαν τους μάβρους τους λογισμούς, που παραδέρνουν του κουρασμένου νου τους θλιβερούς τους πόνους.

Μα ο ήλιος δεν ήθελε να βγη εκείνη την ημέρα. Η ώρα δεν ήθελε να περάση. Ποτέ δεν άργησε τόσο να ξημερώση. — Δε γίνεται, σήμερα θάχωμε γράμμα, έλεγε μέσα της. Το όνειρο ήταν καθαρό και ξάστερο: το κόκκινο θα πη γρήγορο. Μα σε λίγο πάλι συννέφιαζε ο λογισμός της. Όλο ξανάφερνε στο νου της τα λόγια του Λαλεμήτρου. — Ο καϋμένος ο Λαλεμήτρος! Αυτός μου λέει την αλήθεια.

Λέγουν ότι ο Αμλέτος διστάζει να φονεύση τον Κλαύδιον, αλλά κάνεις δεν εξηγεί τι θα εσήμαινε, ποίον σκοπόν θα είχε τοιούτος φόνος, ποίαν σχέσιν θα είχε προς την κοσμικήν τάξιν. Ο λογισμός, λέγουν, εμποδίζει την ενέργειαν, δηλαδή θέλουν ο Αμλέτος να αναιρέση το αληθές αξίωμα ότι «πράξις μη προερχομένη από την ενδόμυχον της ψυχής πεποίθησιν δεν δύναται ποτέ να ήναι ορθή και γνησία».