United States or Latvia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έκπληκτος ο κ. Νιαουστεύς έλαβε το δώρον, και δι' αναφοράς παρεκάλεσε το υπουργείον να τον προβιβάση, αν ευαρεστήται, εις τον χρυσούν σταυρόν. Αλλ' ουκ ην φωνή, ουκ ην ακρόασις.

Πεντήκοντα πλοία είδομεν των Βοιωτών φέροντα εκατέρωθεν της πρώρας σήμα παριστών τον Κάδμον κρατούντα όφιν χρυσούν, ηγείται δε αυτών ο γιγάντειος Λήιτος. Ισάριθμα δε πλοία έφερεν εκ του ενδόξου θρονίου των Λοκρών ο υιός του Οιλέως. Εκ των Κυκλωπείων Μυκηνών ο Ατρείδης Αγαμέμνωνέφερε στρατόν

Και πραγματικώς, καλέ Ερμογένη, τι να σημαίνη άραγε το όνομα δαίμονες; πρόσεξε, αν θα σου φανώ ότι λέγω κάτι τι. Ερμογένης. Λέγε και μη σε μέλει. Σωκράτης. Λοιπόν ηξεύρεις τι λέγει ο Ησίοδος ότι είναι οι δαίμονες; Ερμογένης. Δεν ηξεύρω. Σωκράτης. Ούτε ακόμη ότι λέγει ότι κατ' αρχάς έγινε χρυσούν το γένος των ανθρώπων; Ερμογένης. Αυτό τουλάχιστον το γνωρίζω. Σωκράτης.

Και είνε φανερόν ότι επιθυμεί να του εγείρουν βωμούς και ελπίζει να του στήσουν χρυσούν ανδριάντα. Δεν είνε δε παράδοξον, μα τον Δία, να ευρεθούν μεταξύ των πολλών ανοήτων τινές οι οποίοι να βεβαιώσουν ότι εθεραπεύθησαν παρ' αυτού από τεταρταίους πυρετούς και ότι τον συνήντησαν εν καιρώ νυκτός ως θεόν νυκτοφύλακα.

Μετά τούτο μοι είπον οι ιερείς ότι ο βασιλεύς ούτος κατέβη ζων όπου οι Έλληνες υποθέτουσιν ότι είναι ο άδης, ότι εκεί έπαιζε τους κύβους με την Δήμητρα, ότι άλλοτε μεν την ενίκα, άλλοτε δε ηττάτο υπ' αυτής, και ότι λαβών παρ' αυτής δώρον χειρόμακρον χρυσούν, ανέβη πάλιν εις την γην.

Είχε δε μεταξύ των απείρων θησαυρών του ποδονιπτήρα χρυσούν εις τον οποίον αυτός ο Άμασις και οι ομοτράπεζοι αυτού έπλυνον πάντοτε τους πόδας των. Τούτον τον ποδονιπτήρα συντρίψας τον μετεποίησεν εις άγαλμα θεού το οποίον έθεσεν εις το μάλλον κατάλληλον μέρος της πόλεως, οι δε Αιγύπτιοι, διερχόμενοι προ αυτού, τω προσέφερον μεγάλας τιμάς.

Λοιπόν λέγει περί αυτού: Λοιπόν αφού η μοίρα εξωλόθρευσε αυτό το γένος, αυτοί ονομάζονται δαίμονες αγνοί κάτοικοι των καταχθονίων, αγαθοί, αλεξίκακοι, φύλακες των θνητών ανθρώπων. Ερμογένης. Και τι με τούτο; Σωκράτης. Δηλαδή εγώ νομίζω ότι αυτός εννοεί όχι ότι το χρυσούν γένος είναι πλασμένον από χρυσόν, αλλά ότι είναι αγαθόν και ωραίον.

Και μία χρύσοφρυς ωραία, παχεία χρύσοφρυς, αργυρά, σχεδόν τον είχεν ερωτευθή τον γέροντα και οσάκις, βοσκούσα, διήρχετο κάτωθεν του εξώστου, ίστατο κ' έρριπτε προς τον επάνω κόσμον το χρυσούν βλέμμα της να τον ίδη, τον ηγαπημένον της, εκεί, επί του εξώστου, ρίπτοντα σωρόν τα ψιχία εις τα προσφιλή του κοπάδια.

Αδιάφορον! Ας πιούμε! Και έπειτα επρόσθεσε ρεμβώς, ενώ ένα χερουβείμ ωπλισμένον με ένα βαρύ χρυσούν ρόπαλον εκτυπούσε, στο διπλανόν δωμάτιον, την πρώτην μετά την Ανατολήν ώραν. — Είναι πολύ ενωρίς, αλήθεια! . . . Μα τι μας νοιάζει; Ας πιούμε, ας χύσωμεν μίαν σπονδήν προς τιμήν του μεγαλοπρεπούς ηλίου που επεφάνη και του οποίου την λάμψιν ζητούν να σμικρύνουν αυτοί οι λαμπτήρες.

Κογχύλια παμμέγιστα με το επίπτυγμα αυτών πρασινοκίτρινον ως χρυσούν νόμισμα επικολλημένον, πεταλίδες ως μικρά πιατάκια, αι βραχωταί, αι οποίαι ψήνονται εις την ανθρακιάν, μία-μία, θαύμα ιδέσθαι και πάγκαλαι φαγείν, μίδια τα ιώδη και ιόχροα με τα θαλάσσια βρύα κρεμάμενα από της άκρας ως ξανθοί κροσσοί, αι λευκοπόρφυροι ως παρθενικά χείλη καλόγνωμαι, αίτινες ροφώνται ως το φίλημα, αι μυστικαί φούσκαι, ασκίδια πλήρη θαλασσινής ευωδίας, καρκίνοι με τεθραυσμένους τους πόδας ακίνητοι, και πάγουροι τετράγωνοι ως μία παλάμη, πληγωμένοι διά της αιχμηράς μαχαίρας, με συντετριμμένα τ' απειλητικά αυτών στόματα, όλα ταύτα έκειντο εν τη πήρα.