United States or South Georgia and the South Sandwich Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όχι βέβαια εντελώς, αλλά κάπως· αλλού, και το ηξεύρεις ως το ηξεύρω, υπάρχει μεγάλη του κοινού μερίς, ήτις κάμνει ό,τι λέγεις, διότι ο συρμός είνε φοβερός δεσπότης, και το κράτος του θα ήτο μηδενικόν, αν οι άνθρωποι δεν παρηκολούθουν ο είς τον άλλον· υπάρχουν όμως και άλλοι, ολιγώτεροι βεβαίως, αλλ' αρκετοί πάντοτε, οι οποίοι νομίζουν ότι ημπορούν να διασκεδάσουν, έστω και αν δεν ευρίσκωνται μεταξύ χιλίων ή δισχιλίων ομοίων των, και των οποίων την τέρψιν δεν αποτελεί απαραιτήτως η ακρόασις παραφώνου άσματος ή το θέαμα της αλευρωμένης μορφής προστύχου γελωτοποιού.

Έκπληκτος ο κ. Νιαουστεύς έλαβε το δώρον, και δι' αναφοράς παρεκάλεσε το υπουργείον να τον προβιβάση, αν ευαρεστήται, εις τον χρυσούν σταυρόν. Αλλ' ουκ ην φωνή, ουκ ην ακρόασις.

Διώκουσι την βασιλείαν των ουρανών, και λησμονούσιν, ότι μόνον εις τους πτωχούς τω πνεύματι επεφύλαξεν αυτήν ο Θεός. Τας σκέψεις ταύτας μου ανεκίνησεν η ακρόασις των αποσπασμάτων των Δ ύ ο Δ ι α θ η κ ώ ν σας, όσα είχετε την ευμένειαν να μου αναγνώσετε πρό τινων ημερών.

Αγνοώ ποία μουσική ακρόασις προεκάλεσε τον φοβερόν αυτόν αφορισμόν του κριτικού εκείνου· υποθέτω όμως, ότι θα ήτο πρώτη τουλάχιστον εξαδέλφη, αν όχι και αδελφή, της μοναδικής συναυλίας την οποίαν μας προσέφερεν η εν Αθήναις επίδημος ιταλίς αοιδός. Αι Αθήναι, βλέπεις, εξομοιούνται ολονέν προς τα μεγάλα κέντρα του δυτικού πολιτισμού.

Ο Βαγγέλης ήρχισε να μονολογή έξωθεν της θύρας: — Ξένοι στα ξένα, κυρά μ'! ξενάκια όλοι είμαστε. «Πού να καθίσω, να ξενυχτίσω;»... Αχ! είνε κακός ο κόσμος, κυρά μ'! δεν μπορεί να πη κανείς τον πόνον του! ...Σεβντάς, άχτι, καϋμός, μαράζι, ντέρτι, μεράκι, βάσανο, κυρά μ'! ...«Σ' αφίνω την καλή νυχτιά, πέσε γλυκά κοιμήσου! και στ' όνειρό σου!...» Ούτε φωνή, ούτε ακρόασις.

Είτα ανέβλεψεν ανά τον τοίχον, κ' έδειξεν εις ύψος δύο οργυιών σχεδόν τον μικρόν φεγγίτην με την χρωματιστήν ύαλον, που έφεγγε τον ναόν από την δεξιάν πλευράν. — Να μπορούσα ν' ανεβώ 'κεί απάνω, είπεν. Έλα, βόηθα, Μαλαμμώ, να σωρέψουμε πέτρες πολλές, να της στερεώσουμε, για ν' ανεβώ ως εκεί. — Δεν φωνάζουμε μια, είπε το Μαλαμμώ, αλλά δεν υπήρξε φωνή και ακρόασις.

Την αυγήν, όταν ανέτειλεν ο ήλιος, βλέπει μίαν μεγάλην οικοδομήν ολίγον διάστημα ξέμακρα, και πλησιάζοντας εκεί είδεν ένα μεγαλοπρεπέστατον παλάτι, το οποίον ήτον οικοδομημένον από μάρμαρον διαφανές, σκεπασμένον όλον με κρυστάλλιον, οπού όλον εφαίνετο ένας καθρέπτης· και αφού το εθεώρησεν αρκετά έξωθεν, επλησίασεν εις την θύραν, την οποίαν, αν και ήτον ανοικτή, αυτός ενόμισεν εύλογον να κτυπήση· και αν και την εκτύπησε μίαν και δύο και τρεις φοράς και πολλάκις, ούτε φωνή ούτε ακρόασις.

Διότι έκαστος κατά σειράν εισήρχοντο ανά ένα εις μέγα θάλαμον, και η ακρόασις εκάστου ολίγας στιγμάς διήρκει. Εν τω θαλάμω τούτω ευρίσκοντο δύο άνδρες καθήμενοι παρά τινα τράπεζαν.

Εκεί βλέπω διαφόρους στρατιώτας φύλακας της θύρας του κάστρου οι οποίοι είχον το βλέμμα τους τόσον άσχημον ώστε με εφόβισαν, αλλ' όμως ήσαν ακίνητοι και ούτε τα μάτια τους εγύριζαν· και λαμβάνοντας ολίγον θάρρος τους εχαιρέτισα και ουκ ην φωνή, ούτε ακρόασις.

Έκαστος εξ αυτών ευθύς άμα εισέλθη και ευρεθή εν μέσω τόσον θαυμασίων θεαμάτων θα προσηλωθή εις αυτά και θα χάση πάσαν προσοχήν και ενδιαφέρον διά τους λόγους, εκτός αν είνε εντελώς τυφλός ή, όπως συνεδριάζει η βουλή του Αρείου Πάγου, η ακρόασις του λόγου γίνεται εν καιρώ νυκτός και εις το σκότος.