United States or Haiti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διά της δεξιάς χειρός εκράτει ράβδον στηριζομένην επί του ώμου του, από δε την άκραν της ράβδου εκρέματο επί των νώτων του καλάθιον σκεπασμένον με φύλλα λαχάνων. Η παππαδιά εγερθείσα επλησίασεν αψοφητί προς την θύραν. — Καλή 'μέρα, Γεροθανάση, εψιθύρισεν. Ο παππάς κοιμάται.

Την αυγήν, όταν ανέτειλεν ο ήλιος, βλέπει μίαν μεγάλην οικοδομήν ολίγον διάστημα ξέμακρα, και πλησιάζοντας εκεί είδεν ένα μεγαλοπρεπέστατον παλάτι, το οποίον ήτον οικοδομημένον από μάρμαρον διαφανές, σκεπασμένον όλον με κρυστάλλιον, οπού όλον εφαίνετο ένας καθρέπτης· και αφού το εθεώρησεν αρκετά έξωθεν, επλησίασεν εις την θύραν, την οποίαν, αν και ήτον ανοικτή, αυτός ενόμισεν εύλογον να κτυπήση· και αν και την εκτύπησε μίαν και δύο και τρεις φοράς και πολλάκις, ούτε φωνή ούτε ακρόασις.

Και αφού εσυνάχθησαν όλοι οι Σοφοί και οι Διδάσκαλοι εις το ντιβάνι, που έμελλε να γένη η διάλεξις, ο βασιλεύς επήγε μοναχός του, και έβγαλε την βασιλοπούλαν την θυγατέρα του έχουσαν σκεπασμένον το πρόσωπόν της, και την έφερεν εις την μέσην του ντιβανίου που ήσαν δύο χρυσοί θρόνοι, εις τους οποίους ανέβηκαν εις τον έναν ο βασιλεύς και εις τον άλλον η θυγατέρα του.

Όσοι έπιπτον, ύψωναν τους δακτύλους διά να ζητήσουν τον οίκτον, αλλ' εις την αρχήν του θεάματος ο λαός απήτει συνήθως τον θάνατον των τραυματιών, κυρίως όταν επρόκετο περί των τυφλομάχων, οίτινες, έχοντες το πρόσωπον εντελώς σκεπασμένον, παρέμενον διά τους θεατάς άγνωστοι.

Ειπέ μου, γνωρίζεις τον πατέρα σου; ΑΓΟΡ. Ναι. ΧΡΥΣ. Λοιπόν εάν σου παρουσιάσω ένα άνθρωπον σκεπασμένον θα τον γνωρίσης; Τι θα πης; ΑΓΟΡ. Βέβαια θα πω ότι δεν τον γνωρίζω. ΧΡΥΣ. Αλλ' όμως αυτός είνε ο πατέρας σου• ώστε εάν τον αγνοής, επόμενον είνε ότι αγνοής τον πατέρα σου. ΑΓΟΡ. Όχι δα, διότι θα τον ξεσκεπάσω και θα μάθω την αλήθειαν.

Ο καϋμένος ο Σάπερλι ήτο ακριβώς εις του θείου, όταν έφθασεν ο Ρούντυ. Ο θείος ήτο ακόμη δεινός κυνηγός και ήτο και βαρελοποιός· η σύζυγός του ήτο μικρόν ζωηρόν πλάσμα με πρόσωπον πουλιού, 'μάτια 'σάν του αετού και μακρόν λαιμόν σκεπασμένον έως επάνω κι' επάνω με χνούδι.

Όταν έφθασαν λοιπόν αυτοί οι ξένοι εις το παλάτι της, δύο δούλοι της τους έφεραν εμπρός εις την βασίλισσαν, η οποία είχε σκεπασμένον το πρόσωπόν της με ένα πανί ψιλόν· οι ξένοι έπεσαν εις τους πόδας της και της εζητούσαν έλεος. Αυτή προστάζοντάς τους να σηκωθούν τους ερώτησε τι ήθελαν και από τι τόπον ήτον.

Ο Μάρτης επέρασε· τα κατσίκια έπιασαν το βυζί· τι είχε πλέον να φοβηθή; Αλλ' ενώ ταύτα εσκέπτετο και ύψωνε τους οφθαλμούς της θριαμβευτικώς, ως άνθρωπος διαφυγών μέγαν κίνδυνον, τον οποίον ενόμιζε πρότερον αναπόφευκτον, βλέπει έξαφνα τον ουρανόν σκεπασμένον υπό μαύρον, κατάμαυρον μανδύαν νεφών.

Εδώ είναι το ποθούμενον! είπεν ο Ρούντυ, όταν εισήλθεν εις το σπίτι του μυλωθρού εν Βεξ· ετοποθέτησε κάτω εις το πάτωμα ένα μεγάλο κοφίνι και αφήρεσε το ύφασμα με το οποίον ήτο σκεπασμένον. Δύο κίτρινα με μαύρα περιθώρια γύρω γύρω μάτια επρόβαλαν γουρλωμένα, τινάζοντα σπίθες άγριες 'σάν να ήθελαν να κατακαύσουν και να δαγκάσουν δυνατά, όπου εκύτταζαν.

Οι σύντροφοι του είχον απέλθη, ητοιμάζετο δε και αυτός να τους ακολουθήση ότε είδεν ιππέα σκεπασμένον με βαρείαν κάπαν, ερχόμενον εκ του αντιθέτου διά να περάση τον Στρεμμενόν. — Μη ρίξης αυτού γιατ' είνε βαθύ! εφώναξε προς αυτόν ο Δημήτρης. — Αν είνε βαθύ γι' άλλους δεν είνε για τον Τσίλια μου· απήντησεν ούτος, υπερηφανευόμενος διά τον ίππον του.