United States or Angola ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και, αν και κουρασμένος, αν και η φωνή του ήταν αδύνατη κ' έτρεμε, αν και η ραχοκοκαλιά του πονούσε ακόμα λίγο, της διηγήθηκε με τον πιο απροσποίητο τρόπο ό,τι του συνέβη από τη στιγμή του αποχωρισμού τους. Η Κυνεγόνδη ύψωνε τα μάτια στον ουρανό. Έκλαψε για το θάνατο του αγαθού αναβαφτιστή Ιακώβου· και κατόπι μίλησε ως εξής στον Αγαθούλη, που δεν έχανε λέξη και την κατάτρωγε με τα μάτια του.

Εκάθηντο όλοι προ του πυρός και εθερμαίνοντο, επειδή η νυξ ήτο παγερά και εντός του θαλάμου έκαμνε ψύχος. Εν μέσω του συμπλέγματος ήτο ο Απόστολος και παρά τους πόδας του η Λίγεια. Η Λίγεια ήκουε, ύψωνε τους οφθαλμούς προς τον Απόστολον· όλων τα πρόσωπα ήσαν προς εκείνον εστραμμένα. Ούτος ωμίλει με ταπεινήν φωνήν.

Όπισθεν του πρώτου πρασίνου βουνού, άνωθεν του οποίου είχεν ανατείλει η σελήνη, βουνού μαύρου την νύκτα και σκοτεινοφαίου τώρα με της σελήνης το φως, ύψωνε την κορυφήν του υψηλόν όρος και λευκόν, πότε χιονοσκέπαστον, πότε γυμνόν και βραχώδες. Εκεί ήτο η πατρίς, ο τόπος της γεννήσεώς της.

Ο Μάρτης επέρασε· τα κατσίκια έπιασαν το βυζί· τι είχε πλέον να φοβηθή; Αλλ' ενώ ταύτα εσκέπτετο και ύψωνε τους οφθαλμούς της θριαμβευτικώς, ως άνθρωπος διαφυγών μέγαν κίνδυνον, τον οποίον ενόμιζε πρότερον αναπόφευκτον, βλέπει έξαφνα τον ουρανόν σκεπασμένον υπό μαύρον, κατάμαυρον μανδύαν νεφών.

Τα χρυσά βαράκια και τα εκ ψευδοχρύσου φυλλάρια αυτών είχον μαυρίσει, εξαφανισθείσης της χρυσής στιλβώσεως, και τα άλλα δε τα εκ λευκών κ' ερυθρών ταινιών ανθέμια και οι φιογγίσκοι και οι ψευδείς κάλυκες της λεμονέας, είχον ωσαύτως αμαυρωθή. Νά! ταις έλεγεν ο γέρων ιερεύς. Βλέπετε αυτά τα στεφάνια του γάμου; Και ύψωνε προς αυτά την μαύρην ράβδον του, ως να ήθελε να τα ξεκρεμάση από εκεί.

Μπορούν όμως μια εκατοστή αθρώποι, εκεί που είναι χιλιάδες και χιλιάδες άλλοι, να πιστεύουν και να πουν που τη φρόνηση μόνοι τους εκείνοι την έχουν; Ξεχνούν το ρητό· Vox populi. Vox Dei. Ξεχνούν που ο Χριστός ύψωνε τους φτωχούς, και που μιλούσε τη γλώσσα τους.

Στο τέλος, οι ναυτικοί παρατήρησαν μέσα από τη μαύρη καταχνιά μια ακτή που ύψωνε τους γκρεμούς της και της ξέρες της: κομμάτια θα τους έκανε κει απάνω η θάλασσα. Μετάνοιωσαν. Γνωρίζοντας ότι ο θυμός της θάλασσας ερχότανε από αυτό το παιδίπου, ώρα μαύρη, είχαν αρπάξειαποφάσισαν να το ελευθερώσουν, και τώβαλαν σε μια βάρκα για να το βγάλη στη στεριά. Αμέσως έπεσαν οι άνεμοι και τα κύματα.

Εάν την ωμίλει τις, ύψωνε βραδέως τους οφθαλμούς, ως ν' αποσπάται μετά κόπου από τας σκέψεις της, και βραδέως και μετά κόπου απεκρίνετο. Εάν η μήτηρ μου ελάμβανε θωπευτικώς την χείρα της, εδέχετο απαθώς την θωπείαν, η δε χειρ έπιπτεν έπειτα βαρεία επί των γονάτων• και απεμακρύνετο η μήτηρ μου να κρύψη την λύπην της.

Ο Αφρικός έκαμνεν ουρλιασμούς φοβερωτάτους, οι οποίοι ευθείς έπαυον οπόταν εξανάπιανα την προσευχήν· τώρα αγροικούσα ότι το τελώνιον με ύψωνε τώρα με εχαμήλωνε, κάποιες φορές έκανε να γεννούνται φοβερώτατες χάλαζες, και άλλες φουρτούνες, πιστεύοντας, ότι με αυτά τα μέσα να με φοβίση και να με κάμη να πέσω· μα όλα ήτον ανωφελή, επειδή και εκρατούμουν πολλά σφικτά επάνω εις τες πλάτες του.

Διανοητικαί Δυνάμεις! όπως σας αποκαλούν τα Παιδιά του Ηλίουέλεγεν η Νεράιδα του Πάγου. «Σκώληκες είοθε! Μία κυλιομένη σφαίρα πάγουκαι σεις, τα σπίτια σας, αι πόλεις σας γίνεσθε συντρίμματα, εξαφανίζεσθεΥψηλότερα ύψωνε την υπερήφανον κεφαλήν της και εκύτταζε κατά μήκος και κατά πλάτος με μάτια αστράπτοντα θάνατον.