United States or Democratic Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ακαρτερούσαμε λαίμαργα, να ψήση η μάνα τα λαλάγκια, να μας ρίξη κανένα. — Δεν κάνει, μας έλεγε η μάνα, να κάμετε αρχή, πριν αποψηθούν όλα. Δεν το θέλει κι ο Χριστούλης μας! Οι ξερές οι λιοπυρίνες ελαμπάδωναν τόρα στη φωτογωνιά, που καθετόσο επαραγέμιζε το τζάκι η ψυχοπαίδα. Εξερότριζαν τα σπασμένα λιοκούκουτσα κάτουθε στη σιδεροστιά.

Τον εκύταζε κατάματα και δακρυσμένος γυρίζει και του λέγει: — Συχώρα με τ' αδέρφι· δε φταίω 'γω. Σε γνωρίζω καλήτερό μου. Δε φταίω 'γω· φταίει η τύχη μου. Συλλογίσου καλά να σπάσω και τούτο!... Δεν εκατέβηκε να πλαγιάση παρά όταν εβγήκαμε από τα Μπουγάζια κ' έβαλε γραμμή για την Καληάκρια. Ανοιχτή θάλασσα τόρα ας σκαμπανεβάζει όσο θέλει. Μακριά από ξέρες!

Ειδεμή αλλοίμονο σε μας· θα μας είχε καταπιεί η θάλασσα. Ο Λαλεμήτρος σκάλιζε το περιβολάκι, πότιζε και τα δενδράκια και ο μπόγος γεμάτος κάθε βράδυ. Το μερδικό του δεν έλειπε απ' όλα τα καλά. Μα τα λόγια του κατέβαιναν σα φαρμάκι στην καρδιά της Ουρανίτσας. Όλη τη νύχτα τράκους και ξέρες ωνειρευότανε. Κι' ο Γιαννιός της επάλευε με το χάρο, θαλασσοπνιγότανε. Και ζητούσε βοήθεια.

Όπως ξέρ'ς η αγιωσύνη σ' τα γράμματα τσ' εκκλησιάς απ' όξω, παπά, έτσι κ' εγώ τα ξέρ' απ' όξω όλα τα λιμανάκια, τους κάβους, κη τσ' αμμουδιές, όλες της ξέρες κη τα γκρίφια κη τα θαλάμια. Και προσήγγισαν με πολύν κόπον και αγώνα και βάσανον, βρεγμένοι, θαλασσοπνιγμένοι, μισοπαγωμένοι. — Εκεί, εκεί διαναστάει;

Άνοιξε το μέρος εκείνο· κατέβηκε ήλιος, φύσηξ' αέρας, ανάσανε η γης, φύτρωσε δίπλα σου μικρό κι ανεμοδαρμένο δεντρί. Ίσως μια μέρα αυτό το δεντρί σε φάη, ίσως όμως και μείνη σιμά σου χλωμιάρικο, αρρωστημένο, ανωφέλητο κούτσουρο. Έξω από κείνο το μέρος, έξω από τις ξερές εκείνες τις πέτρες, όλη η Ρωμιοσύνη είναι δική σου.

Δεν εφοβείτο να πλέη και διά νυκτός εις τόσα γνωστά πελάγη. Εκαυχάτο ότι «κ' η ξέρες και τα γεφύρια τον εγνώριζαν». Ητοιμάζετο ν' ανασπάση την άγκυραν. Τα νερά εις τον όρμον εκείνον ήσαν ρηχά, «δεν εδιαναστούσεν η βάρκα». Ήτο αραγμένος μέχρι βολής τυφεκίου από την ξηράν. Εκεί βλέπει κάτι τι κ' έλαμψεν έξω επί τινος βράχου της παραλίας. Αυτό δε το λάμψαν έλαμψεν επί τινος λίαν αμαυρού, λίαν θαμβού.

Τι όσο μου κάνεις ημπορείς απ' άλλον να το πάθης, Κι' η σαγιτιαίς του πόσο καιν με βλάβη σου να μάθης· Αχ! να 'ξερες, και να' λεγες τι θελά ειπή ο Έρως· Τ' ανίκητο δοξάρι του· και πιο πληγόνει μέρος! Αφού για σε μ' ελάβοσε ανάπαψι δεν έχω, Και με κατάντησε ζουρλόν να περπατώ να τρέχω. Μερόνυχτα οχ τα μάτια μου δε σταματάει το δάκρυ, Και κολυμπώ σε πέλαγο με δίχως πάτο κι' άκρη.

Ούτε φύλλο εσάλεβε στο νησάκι πάνω, ούτε πνοή εφυσούσε μέσα στο στένωμα. Αζάρωτο ποτάμι μαγικό, εγλυκοκοιμώταν μες τ' αθώρητα τα βάθη του τα μυστικά, περικλεισμένο γύρωθε ανάμεσα στα βράχια του νησιού και της στεριάς τις ξέρες.

Δεν ήταν λοιπόν ο μισεμός· ήταν η τύχη του πρώτου μας. Θαλασσινό σαν τον καπετάν Δρακόσπιλο δεν εγέννησε δεύτερον η φύσις. Ζωντανή χάρτα ήταν το κεφάλι του. Πού τα ρέματα, πού ξέρες, πού πάγκοι τα ήξευρε με τον διαβήτη σε Άσπρη και Μαύρη θάλασσα. Τα λιμάνια, τ' ακρωτήρια, τις λένες, τα ρίχη· τα πόρτα ημπορούσε να τα ειπή ένα κ' ένα με τα μίλια τους.

Όπως την παράστησε η μητέρα μου, με κρατούσε στα γόνατά της καισθανόμουν ότι το σώμα της κάτω από τα φορέματα ήτο μόνο κόκκαλα, σκελετός άσαρκος. Το πρόσωπό της το αποσουρωμένο είχε του θανάτου το χρώμα. Φρίκη με κρατούσε κήθελα να φύγω από κοντά της, αλλά δεν είχα τη δύναμη. Τα χέρια της, πούσαν σα μεμβράνες ξερές και ζαρωμένες, με κρατούσαν σα σιδερένια μάγκανα.