United States or Caribbean Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όστις δε φρονεί ότι η μετάνοια είνε «η νεωτέρα αδελφή της αθωότητος», και ότι δι' όλους τους αμαρτήσαντας είνε αύτη ο σκοπός και το έργον της ζωής, δεν θα εκπλαγή ότι το πρώτον κήρυγμα του Ιησού, ως του Ιωάννου, υπήρξε. «Μετανοείτε, ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών». Ο αστήρ του Ιωάννου, όστις έλαμψεν εις το λυκαυγές της Ευαγγελικής αναγεννήσεως, ήρχισε ν' αμαυρούται ήδη.

Και η προσδοκία αυτή τους έκαμε βεβαίως να οδεύσουν προς την Παλαιστίνην, όταν και άλλο παροδικόν άστρον μεταγενέστερον έλαμψεν εις το στερέωμα, ούτινος η εμφάνισις δεν είναι μεν πρωτοφανές γεγονός εν τη αστρονομία, αλλ' εις την προκειμένην περίπτωσιν βασίζεται επί της μαρτυρίας ενός ευαγγελιστού.

Δεν εφοβείτο να πλέη και διά νυκτός εις τόσα γνωστά πελάγη. Εκαυχάτο ότι «κ' η ξέρες και τα γεφύρια τον εγνώριζαν». Ητοιμάζετο ν' ανασπάση την άγκυραν. Τα νερά εις τον όρμον εκείνον ήσαν ρηχά, «δεν εδιαναστούσεν η βάρκα». Ήτο αραγμένος μέχρι βολής τυφεκίου από την ξηράν. Εκεί βλέπει κάτι τι κ' έλαμψεν έξω επί τινος βράχου της παραλίας. Αυτό δε το λάμψαν έλαμψεν επί τινος λίαν αμαυρού, λίαν θαμβού.

Πλησίον εκάστου καταδίκου ήλθον και ετάχθησαν δούλοι ωπλισμένοι με δάδας, και όταν το κέρας εσήμανε την έναρξιν του θεάματος, ούτοι έθεσαν το πυρ εις την βάσιν των πασσάλων. Το χόρτον το βρεγμένον με πίσσαν και κρυμμένον υπό τα άνθη, έλαμψεν αμέσως με μίαν φλόγα καθαράν, η οποία, διαρκώς αυξάνουσα, ήρχισε να εκτυλίσση τους στεφάνους του κισσού και να λείχη τους πόδας των θυμάτων.

Οι ψάλται παρέλαβον είτα το μέλος του ιερέως, επαναλαμβάνοντες και αυτοί την μελωδίαν: — Δεύτε λάβετε φως, εκ του ανεσπέρου φωτός . . . Έως ου όλος ο ναός έλαμψεν από των φώτων της Αναστάσεως λάμψιν φαεινήν κ' επέραστον, αλησμόνητον λάμψιν, φωτί ανεσπέρω περιλουσμένος.

Αφεθέντες λοιπόν εις την διάκρισιν του ανέμου και των ρευμάτων, επαλαίαμεν επί εβδομήκοντα εννέα ημέρας με την τρικυμίαν• την ογδοηκοστήν δε έξαφνα έλαμψεν ο ήλιος και βλέπομεν εις όχι μεγάλην απόστασιν νήσον υψηλήν και δασώδη, εις την οποίαν η προσέγγισις δεν ήτο δύσκολος, διότι ήδη η τρικυμία κατά πολύ είχε κοπάσει.

Από μικρός ορφάνεψα και από μικρός εξενητεύθηκα με τα καράβια. Πεντέξη μήνες πριν μ' εκατάφεραν και αρραβωνιάστηκα με μία φτωχούλα. Δεν την εσυλλογιζόμουν όμως παρά σαν έβλεπα τον αρραβώνα στο δάχτυλό μου. Μα τόρα από τη στιγμή που ευρέθηκα στη γολέτα, εκείνη πρώτη έλαμψεν εμπρός μου με τη φτωχή της φορεσιά και το σεμνό της ήθος, δακρυσμένη να δέρνεται και να στενάζη απάνω στο εύκαιρο μνήμα μου.

Παναγία μου! σαν να τον βλέπω ακόμη μπροστά μου. Είπε και έκαμε τον σταυρόν του ο Λαλεμήτρος και είτα εξηκολούθησεν αμέσως: — Εξύπνησα. Στα μάτια μου έλαμψεν ημέρας φως. Είδα τον κόσμον. Είδα τον ήλιον, είδα το φως μου. — Άη μ' Γιώργη! ανέκραξε πάλιν η Θωμαή, δοξολογούσα. Μεγάλη η χάρις σου! — Μεγάλη η χάρις σου! προσέθηκε και η θεια-Αννούσα.