Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025
Το σήμαντρον αντήχει ακόμη γλυκύτατα από της κορυφής της ερημονήσου: — Το τάλαντον, το τάλαντον, τα τα, τα τα, το τάλαντον! Και ανεκινείτο αρμονικώς, θαρρείς, η ξηρόνησος προς τα ηχήματα του σημάντρου ως να εχόρευεν υπό την ησυχίαν της αστροφεγγούς νυκτός, με όλους τους βράχους της, τους καρκίνους της και τους θάμνους. Ο μαΐστρος είχε κοπάσει. — Θα είνε εδώ καμμία εκκλησία!
Την φοράν ταύτην ηδυνήθην άνευ προσποιήσεως να γελάσω διά τους φόβους του, βοηθούντος μάλιστα και του φωτός της ημέρας. Έσβυσα τον λύχνον και ήνοιξα το παράθυρον διά να εισέλθη εντός του δωματίου ο καθαρός αήρ της αυγής και αι χαρμόσυνοι ακτίνες του ανατέλλοντος ηλίου. Ο άνεμος είχε κοπάσει, ο δε ουρανός ήτο αίθριος. Ήτο μεγαλοπρεπής και ωραία η εκ του παραθύρου θέα!
Εξήλθε λοιπόν της αυλής, κ' έκλεισε την θύραν με το μάνδαλον. Όταν μετά το γεύμα, ως μίαν ώραν αργότερα, επέστρεψαν εις την αυλήν, μαζύ με την Κρινιώ, κατ' αρχάς δεν υπώπτευσαν τίποτε, κ' επανέλαβον την εργασίαν των. Ο θόρυβος των παιδιών είχε κοπάσει προς ώραν τότε.
Αφεθέντες λοιπόν εις την διάκρισιν του ανέμου και των ρευμάτων, επαλαίαμεν επί εβδομήκοντα εννέα ημέρας με την τρικυμίαν• την ογδοηκοστήν δε έξαφνα έλαμψεν ο ήλιος και βλέπομεν εις όχι μεγάλην απόστασιν νήσον υψηλήν και δασώδη, εις την οποίαν η προσέγγισις δεν ήτο δύσκολος, διότι ήδη η τρικυμία κατά πολύ είχε κοπάσει.
Ο άνεμος είχε κοπάσει περί το δειλινόν, και ο κυβερνήτης ανέλαβε το κράτος του επί του μικρού σκάφους. Έπιασε δυνατά το τιμόνι και με τα πολλά ορτσαρίσματα ήλθεν η φελούκα εις μέρος απαγγερόν, δίπλα εις την ξηράν ολίγα μίλια απώτερον του μικρού όρμου. Διά τούτο η βάρκα είχε γίνει άφαντος εις τα όμματα της Πλανταρούς, ήτις δεν είχε παύσει ν' αγναντεύη από το ύψος του εξώστου.
Και τω όντι, των Τούρκων η καταφορά είχε κατ' εκείνας τας ημέρας κοπάσει. Ηκούοντο ολιγώτεροι πυροβολισμοί και φόνοι και απαγωγαί, διέτρεχον δε φήμαι ότι εμεσίτευον οι Πρόξενοι υπέρ συγχωρήσεως των ραγιάδων, και ότι ο Πασάς εφαίνετο κλίνων προς επιείκειαν. Και ήρχοντο μέχρις ημών αι τοιαύται φήμαι και υπέτρεφον τας ελπίδας μας.
Είχε σιγήσει ο φοβερός τυφών, και είχε κοπάσει η λαίλαψ, και η θάλασσα έβραζεν ακόμη, με υπόκωφον βοήν, δεχομένη τα χωματόχροα και θολά ρεύματα των χειμάρρων, και ο άσπιλος πόντος είχε μιανθή από της γης τας ύλας. Ο ήλιος είχε φανή εις μίαν γωνίαν του ουρανού, τα σύννεφα είχαν συμμαζευθή εις μίαν άλλην γωνίαν.
Ο άνεμος ελαττούμενος πρό τινος είχεν εντελώς κοπάσει. Η θάλασσα ήτο ακίνητος. — Να σταθούμε λίγο να φάμε, όσο να πάρη το μαϊστραλάκι; Ηρώτησεν ο κυρ- Δημάκης, Ο καπετάν-Παρμάκης επεδοκίμασε την πρότασιν, και διηύθυνε την λέμβον προς την νησίδα, του αλιέως κωπηλατούντος, ενώ αυτός καταβιβάσας εδίπλωνε τα ιστίον, άχρηστον πλέον, θα ήτο δειλινόν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν