United States or Iraq ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν ήθελα να την αυξήσω εκφράζων τους φόβους μου, αλλ' ήμην και εγώ ανήσυχος, και οι άλλοι επίσης.― Τι έγεινε ; Πώς αργεί ; Μη έπαθε τίποτε; Τοιαύται αντηλλάσσοντο φράσεις. Εκεί, αίφνης, ανοίγεται η θύρα και παρουσιάζεται η Ανδριάνα κάτωχρος, τρέμουσα, με την κόμην λυτήν, σχισμένα τα φορέματα και ανοικτά, τα στήθη αιματωμένα.....

Αυτά λέγουν οι ιατροί. Προς τι όμως μας τα λέγουν, ενόσω δεν μας διδάσκουν και το μυστικόν, πώς να κυριεύωμεν και να εκριζώνωμεν τους μυστικούς φόβους μας; Εδώ τους θέλω! Αλλά με συγχωρείτε, πάτερ, σας διέκοψα. — Χωρίς ν' αναγνώσω τι περί τούτου, μου ήρχοντο υποψίαι τοιαύται, επανέλαβεν ο ιερεύς.

Και όλοι εξέφραζον φόβους ότι θ' απερρίπτοντο, διότι τον ένα εμίσει ο ελληνιστής, τον άλλον δεν εχώνευεν ο «Γάλλος», ο άλλος είχε πάρει πολλά μηδενικά από τον καθηγητήν των λατινικών. — Α! αυτός ο Λατίνος! ανεφώνησεν είς εξ αυτών, είνε ο Κατιλίνας μου!

Λέγουν δε ότι ο Αλκμέων ο υιός του Αμφιαράου πλανώμενος μετά τον θάνατον της μητρός του έλαβε χρησμόν παρά του Απόλλωνος να κατοικήση εις την γην εκείνην, διότι είπεν ο θεός ότι δεν θα ελυτρούτο από τους φόβους του, εάν δεν εύρισκε διά κατοικίαν μέρος τι το οποίον, ότε εφόνευσε την μητέρα, ούτε υπό του ηλίου εβλέπετο ούτε απετέλει μέρος της γης, της οποίας όλον το άλλο μέρος είχε μιάνει διά του εγκλήματος του.

Αλλ' όπου και αν έστρεφε το βλέμμα, επί του εδάφους χαμαί ή επί της καλαμίνης και πλήρους αραχνών οροφής άνω· επί των φαιών τοίχων ή του σιτοβρώτου ερμαρίου, των ενδυμάτων και των καρφίων ακόμη και των μαγειρικών σκευών, όλα τα έβλεπε διεστραμμένα κ' εμπαίζοντα τους φόβους της, ρίπτοντα κατά πρόσωπον την προδοσίαν της, διά γέλωτος σιωπηλού και παραδόξου.

Αλλά βεβαίως το αντίθετον έργον της ανδρείας αμέσως από την παιδικήν ηλικίαν θα ειπούμεν ότι είναι να νικά τους αιφνιδίους τρόμους και φόβους. Πολύ ορθά. Λοιπόν μεταξύ άλλων και τούτο θα παραδεχθώμεν ότι συντελεί μεγάλως εις την αρετήν ενός μέρους της ψυχής, δηλαδή η γυμναστική των εντελώς μικρών παιδίων. Βεβαιότατα.

Έσεισε τους ώμους όπως αποδιώξη τους φόβους του, ηγέρθη, και απεφάσισε να μεταβή εις το ανάκτορον, και εκείθεν εις της Χρυσοθέμιδος. Διερχόμενος του υπηρετικού προθαλάμου, παρετήρησε μεταξύ των άλλων υπηρετών και την Ευνίκην. — Εμαστιγώθης; ηρώτησεν. Εκείνη και πάλιν ερρίφθη εις τους πόδας του και εφίλησε το κράσπεδον της τηβέννου του. — Ναι, αυθέντα! εμαστιγώθην, απήντησε. Ναι, αυθέντα! . . . .

Αλλ' οσάκις αναπολώ την σύντομον δυστυχώς περίοδον εκείνην της εις τον πύργον διαμονής, δεν ενθυμούμαι τρόμους και φόβους και νύκτας αγρύπνους και ημέρας εναγωνίους.

Την εποχή αυτή ήρθε ένα κρυολόγημα και ξαναέρριξε τη γυναίκα μου στο κρεβάτι. Έμεινε αρκετές βδομάδες στο κρεβάτι και τις βδομάδες αυτές τις περάσαμε με φόβους. Πάλι κυρίεψε η σιγή το σπίτι. Πάλι τα παιδιά και γω καθόμαστε αμίλητοι στο τραπέζι, όπου έμενε άδεια η θέση της. Πάλι σωπάσανε οι φωνές σ' όλο το σπίτι και πάλι ήρθε η αρρώστεια και μας έκοψε τις ελπίδες.

Και ανελογίσθη διά μιας τους φόβους του συζύγου της, — την φρίκην του ν' αρχίση από τον λεπρόν την εξάσκησιν των δυσχερών καθηκόντων του, — και την απόστασιν έως εις το άλλο άκρον της νήσου, όπου ο δυστυχής εκείνος διήρχετο τον έρημον βίον, — και τον πολύν καύσωνα της θερινής εκείνης ημέρας. — Ετελείωσαν, μου φαίνεται, τα ψωμιά του, υπέλαβεν ο χωρικός.