United States or Chad ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Βεάτη ήτο ηναγκασμένη να βαδίση ψηλαφίνδα, να καταβή την σεσαθραιμένην κλίμακα, να διέλθη τους σκοτεινούς εκείνους διαδρόμους δι' ων από μακρού χρόνου δεν είχε διαβή. Εν τη αμηχανία της εσκέφθη να κρυβή εις την κόγχην την όπισθεν της θύρας του προθαλάμου, και να περιμείνη μέχρις ου εξέλθη η Σιξτίνα, αφού, ως επίστευεν, έμελλε να εξέλθη αύτη.

Η συνδιάλεξις διεκόπτετο ανά πάσαν στιγμήν και η σιγή επλανάτο βαθεία και πλήρης παρακρούσεων. Άμα ενύκτωσεν, η θύρα του προθαλάμου ήνοιξε και άνθρωπος με πρόσωπον μελαψόν και ισχνόν εφάνη. Η Λίγεια ανεγνώρισεν, επειδή τον είχεν ιδεί εις της Πομπωνίας, τον Ατακίνον, ένα απελεύθερον του Βινικίου. Η Ακτή εξέβαλε κραυγήν.

Εδίστασα. Κατ' αρχάς έκρινα συμφορώτερον να μην υπακούσω. Είτα μεταμεληθείσα εφρόντισα να κλείσω τα δύο θυρόφυλλα του θαλάμου, εν ώ εκοιμάσο, κόρη μου, μη θέλουσα να σε ίδη, όστις και αν ήτο, και ήνοιξα την έξω θύραν του προθαλάμου. Εισήλθεν άνθρωπος τις άγνωστος. Εξεπλάγην διά την ωχρότητα της μορφής του. Εφόρει δε αλλόκοτα ενδύματα. Εν τούτοις δεν εφοβήθην.

Η δας ην εκράτει η μοναχή επλησίαζε να σβεσθή. Έφθασεν εις το ύψος της κλίμακος. Η θύρα του πρώτου χωρίσματος ενέδωκεν επίσης. Ήτο τούτο είδος προθαλάμου, μετ' αυτόν δε είπετο ο κύριος θάλαμος, εν ώ έπρεπε να κατοική το μυστηριώδες πρόσωπον. Περί των δύο τούτων θαλάμων υπήρχεν αρχαία τις παράδοσις.

Ολίγας στιγμάς κατόπιν η δούλη επέστρεφεν ακολουθουμένη από τον Κρήτα Τειρεσίαν, τον φύλακα του προθαλάμου. — Λάβε την Ευνίκην, και δώσε της εικοσιπέντε μαστιγώσεις, αλλά χωρίς να βλάψης το δέρμα της, είπεν ο Πετρώνιος.

Εγώ διετέλουν εν αμηχανία και δεν είξευρον πλέον τι να πράξω. Είχον μετανοήσει πικρώς, διότι ήνοιξα την θύραν του προθαλάμου εις τον ξένον. Τώρα δε μοι επήλθεν επί μίαν στιγμήν η ιδέα να καλέσω εις βοήθειαν και να εκδιώξω διά της βίας τον άνθρωπον τούτον.

Εν τω αραιώ του προθαλάμου σκότει διεγράφετο αμυδρώς το ισχνόν και υψηλόν του Κιαμήλ ανάστημα με το φωσφοροειδώς λευκάζον σαρίκιόν του, το όποιον ήγγιζε σχεδόν την οροφήν του δωματίου. — Το ξεύρουν μέσα πως ήλθες, Κιαμήλη; Η μητέρα σου ήτο πολύ ανήσυχος, είπον, προσπαθήσας να κρύψω την εμήν ανησυχίαν.

Έσεισε τους ώμους όπως αποδιώξη τους φόβους του, ηγέρθη, και απεφάσισε να μεταβή εις το ανάκτορον, και εκείθεν εις της Χρυσοθέμιδος. Διερχόμενος του υπηρετικού προθαλάμου, παρετήρησε μεταξύ των άλλων υπηρετών και την Ευνίκην. — Εμαστιγώθης; ηρώτησεν. Εκείνη και πάλιν ερρίφθη εις τους πόδας του και εφίλησε το κράσπεδον της τηβέννου του. — Ναι, αυθέντα! εμαστιγώθην, απήντησε. Ναι, αυθέντα! . . . .