United States or Tunisia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έσεισε τους ώμους όπως αποδιώξη τους φόβους του, ηγέρθη, και απεφάσισε να μεταβή εις το ανάκτορον, και εκείθεν εις της Χρυσοθέμιδος. Διερχόμενος του υπηρετικού προθαλάμου, παρετήρησε μεταξύ των άλλων υπηρετών και την Ευνίκην. — Εμαστιγώθης; ηρώτησεν. Εκείνη και πάλιν ερρίφθη εις τους πόδας του και εφίλησε το κράσπεδον της τηβέννου του. — Ναι, αυθέντα! εμαστιγώθην, απήντησε. Ναι, αυθέντα! . . . .

Ο Βινίκιος έψαυσε το κράσπεδον του ιματίου του Αποστόλου και χαμηλώσας την κεφαλήν παρεκάλεσεν ως εξής: — Σώσον με, αυθέντα. Εζήτησα την Λίγειαν εν τω μέσω της πυρκαϊάς και του θορύβου. Ουδαμού την εύρον· αλλά πιστεύω ακραδάντως ότι συ δύνασαι να μου αποδώσης αυτήν. Ο Πέτρος έθεσε την χείρα επί της κεφαλής του Βινικίου και είπεν: — Έχε πίστιν! και ακολούθει με. Η πόλις εξηκολούθει να καίηται.

Και ούτω με την δύναμιν και την επιμονήν της απελπισίας, επάλαισεν εις το πυκνόν εκείνο πλήθος, εωσότου ήλθεν αρκετά πλησίον ώστε να Τον θίξη εκ τον νώτων· και έδραξε το κράσπεδον του ιματίου Του, με τρέμουσαν χείρα, αισθανθείσα δε ευθύς την ίασιν, ωπισθοχώρησεν εν μέσω του πλήθους, απαρατήρητος υπό τον άλλων, πλην όχι υπό του Χριστού.

Είτα σηκώσασα το μικρόν σώμα, αφού απέθεσε τούτο επί της λιθίνης κρηπίδος, έκοψε κ' έπιασε την άλλην κορασίδα, την μεγαλειτέραν. Την έδραξεν από το κράσπεδον του φορέματός της, και από τον ένα πόδα, κ' ενώ ετράβα προς τα άνω το σώμα, η κεφαλή έμενε κάτω, όσον το δυνατόν μακροτέραν ώραν εντός του νερού.

Άνθρωποι ήρχοντο να ασπασθούν τας χείρας και το κράσπεδον του ιματίου του Αποστόλου· μητέρες έτεινον προς αυτόν τα τέκνα των· άλλοι εγονάτιζον εις τον σκοτεινόν δρόμον και, υψούντες προς αυτόν τους φανούς των, επεκαλούντο την ευλογίαν του· άλλοι τον ηκολούθουν ψάλλοντες.

Μάλιστα, ο Βινίκιος είπεν ότι θα στείλη να με ζητήση, σήμερον μάλιστα. Αλλά είσαι αγαθή, και θα με ευσπλαχνισθής. Κύψασα έψαυσε το κράσπεδον της εσθήτος της Ποππέας, και επερίμενε με πάλλουσαν καρδίαν. Η Ποππέα την παρετήρησε με κακόβουλον μειδίαμα και είπεν: — Τότε, σου υπόσχομαι ότι σήμερον μάλιστα θα είσαι δούλη του Βινικίου. Και απεμακρύνθη ως οπτασία, γόησσα και κακοποιός.

Χάρις εις το τροπάριον εκείνο και την νηνεμίαν, το πλοιάριον προσωρμίσθη ευτυχώς την επιούσαν εις Λούγδουνον, όπου ήδρευε τότε ο Άγιος Αγοβάρδος, ο μόνος των τότε αγίων, του οποίου καγώ ήθελον ασπασθή μετά σεβασμού το κράσπεδον της εσθήτος.

Την στιγμήν εκείνην ο Χίλων έσυρε τον Βινίκιον από το κράσπεδον του μανδύου και εψιθύρισεν: — Αυθέντα, εκεί, όχι μακράν του γέροντος, βλέπω τον Ούρσον και πλησίον του μίαν νεάνιδα. Ο Βινίκιος ανεσκίρτησεν ως να αφυπνίσθη αιφνιδίως και εστράφη προς το μέρος, το οποίον τω εδείκνυεν ο Χίλων, και είδε την Λίγειαν. Είδε την Λίγειαν και δεν είδεν ειμή αυτήν και μόνην.

Παρετήρησε προσέτι, ότι η Λίγεια είχε γίνει ισχνή. Ησθάνετο ότι δι' αυτήν θα εθυσίαζεν όλας τας γυναίκας και την Ρώμην ολόκληρον. Θα έμενεν αφωσιωμένος εις την θέαν εκείνην. Αλλ' ο Χίλων τον έσυρεν από το κράσπεδον του μανδύου του εκ φόβου μήπως υποπέση είς τινα απερισκεψίαν. Εν τοσούτω οι χριστιανοί είχον αρχίσει να προσεύχονται και να ψάλλωσιν.