United States or Myanmar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Παλούκας έπεσε βαρύς, εκτύπησεν εις το γόνυ, ανετράπη, ανωρθώθη, έψαυσε τα μέλη του, και βεβαιωθείς ότι δεν του είχε σπάσει κανέν κόκκαλον, ετράπη εις φυγήν, τρέχων προς το άλλο μέρος του αυλογύρου, όπου είξευρεν ότι ο περίβολος εκλείετο από απλούν φράκτην, συγκοινωνών προς την αυλήν συγγενικής οικίας. Ο δούπος της πτώσεως του ηκούσθη εκείθεν του τοίχου της αυλής.

Ο λαός, ο οποίος ήκουεν άφωνος, εξερράγη αίφνης εις ατελεύτητον λαίλαπα επευφημιών: Και ο Απόστολος Πέτρος έψαυσε με τας δύο χείρας την κεφαλήν του την πολιάν και τρέμουσαν και έκραξεν εν τη ψυχή του: — Κύριε! Κύριε! Εις ποίον άνθρωπον παρέδωκες την αυτοκρατορίαν του κόσμου! . . . Και ανάγκη να νικήσωμεν εν τω ονόματί Σου, ημείς, οι άοπλοι!

Έλαβε τον άνθρωπον κατά μέρος, έβαλε τους δακτύλους εις τα ώτα αυτού, και έπτυσε, και έψαυσε την γλώσσαν του· και είτα ο Μάρκος μας λέγει ότι εστέναξε, και ύψωσεν άνω το όμμα, και είπεν: «Εφφαθά! Διανοίχθητι!» Κ' εδώ πάλιν δεν μας αποκαλύπτεται ποία ήσαν τα άμεσα αίτια τα οποία έθλιβον το πνεύμα Του.

Βοήθησέ με να σηκωθώ! είπε. Δεν θέλεις να με φονεύσης αληθινά; Συνόδευσέ με έως την θύραν· έπειτα θα υπάγω μόνος. Ο Ούρσος τον εσήκωσεν ως πτερόν, και έπειτα τον ωδήγησε προς την έξοδον. Όταν ο Χίλων έμεινε πλέον μόνος του εις τον δρόμον έψαυσε τα πλευρά του, ως διά να βεβαιωθή ότι έζη ακόμη· έπειτα ήρχισε να βαδίζη.

Και συ δεν ηξεύρεις τι έπραξα εγώ; — Είδον το άλγος σου και ήκουσα ότι εμαρτύρεις περί της αληθείας. — Ω, κύριε! Ο Χίλων έψαυσε την ιδίαν κεφαλήν του με τας δύο χείρας, ως να ησθάνετο ότι παρεφρόνει. — Συγχώρησιν! Δι' εμέ! . . . Συγχώρησιν! . . . — Ο Θεός ημών είναι Θεός ελέους, απεκρίθη ο Παύλος· σε εσυγχώρησε. — Συγχώρησιν δι' εμέ! ώμοζεν ο Χίλων.

Μάλιστα, ο Βινίκιος είπεν ότι θα στείλη να με ζητήση, σήμερον μάλιστα. Αλλά είσαι αγαθή, και θα με ευσπλαχνισθής. Κύψασα έψαυσε το κράσπεδον της εσθήτος της Ποππέας, και επερίμενε με πάλλουσαν καρδίαν. Η Ποππέα την παρετήρησε με κακόβουλον μειδίαμα και είπεν: — Τότε, σου υπόσχομαι ότι σήμερον μάλιστα θα είσαι δούλη του Βινικίου. Και απεμακρύνθη ως οπτασία, γόησσα και κακοποιός.

Χωρίς να δώση προσοχήν εις τους δύο ανθρώπους ή εις την κραυγήν των, απήλθεν εις την οικίαν εν η έμενε· και μόνον αφού Τον ηκολούθησαν εντός της οικίας, εδοκίμασε την πίστιν των διά της ερωτήσεως. «Πιστεύετε ότι δύναμαι τούτο ποιήσαιΕκείνοι απήντησαν, «Ναι, Κύριε». Τότε έψαυσε τους οφθαλμούς των λέγων, «Κατά την πίστιν υμών γενηθήτω υμίν». Και οι οφθαλμοί των ηνοίχθησαν.

Ο Σκούντας διελογίσθη ότι ουδείς κίνδυνος ήτο να διέλθωσιν ενταύθα την νύκτα, διότι αι καλογραίαι δεν εμελλον βεβαίως να τους καταδιώξωσι διά νυκτός. Το κτίριον ήτο ημισκεπές και ετοιμόρροπον. Ο Σκούντας έψαυσε την θύραν, πιστεύσας ότι αύτη θα ήτο ανοικτή. Αλλ' όμως δεν ηνοίχθη. Μέγας λίθος τεθειμένος όπισθεν εμπόδιζε τούτο.

Δεν είπες ότι εκεί κατοικεί; — Είπα προς εκείνο το μέρος, δεν είπα εις ποιο κελλί. — Α, έκαμεν ο ξένος πεισθείς. Λοιπόν δεν το ειξεύρεις. — Τώρα είπες την αλήθειαν. — Αλλ' ειμπορείς να το μάθης; επανέλαβε μετά τινα σκέψιν. — Ειμπορώ βέβαια. — Και θα με πληροφορήσης; — Σίγουρα. — Ιδού, λάβε τούτο, είπε δίδων αυτώ χρυσούν νόμισμα. Ο Τρέκλας το έλαβε, το έψαυσε, και το έκρυψεν εις την ζώνην του.

Ο Σκούντας επλησίασεν, εισήλθεν, έψαυσε την θύραν, την ηρεύνησεν, έμπροσθεν και όπισθεν, και συγχρόνως περιέφερε προφυλακτικά βλέμματα πέριξ, προνοών μη τον ίδη τις. Τότε ανεκάλυψεν ότι η θύρα αύτη εκλείετο έσωθεν διά δύο παχέων μοχλών, και δεν εφαίνετο έχουσα κλείθρον.