United States or Morocco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να χαθή, ο αφωρισμένος, που θέλει λεφτά! είπον μετά θυμού. Η ανάγκη τον έκαμε μίαν ημέραν και απεφάσισε να εξέλθη εις την αγοράν και ζητήση εργασίαν. Ήτο μεγάλη έλλειψις εργατών και τα κτήματα είχον ανάγκην να σκαφούν διότι ήρχιζαν ν' ανοίγουν. — Θα με ιδούν πώς έγεινα και θα με λυπηθούν διελογίσθη ο Δημήτρης. Και εξήλθε με την αξίναν του εις την αγοράν.

Ναι. — Δεν μου λες, Μανιά, ποια είν' αυτή η κόρη που βγήκε τώρα, κι άνοιξε το παραθύρι κείνο; — Είνε η Λ.... της Μ... — Πανδρεμμένη; — Αρραβωνιασμένη οχτώ χρόνια. — Πώς αυτό; — Ο Γιαννάκης ο Δράκος, ο πειστικός της, βρίσκεται στο Μισήρι· εκεί είνε πραμματευτής. Ο Αγάλλος διελογίσθη, και ανεπόλησεν. Ενθυμήθη τον Γιαννάκην τον Δράκον, εκείνον που έλεγεν η γρηά.

Τότε η Βεάτη έμεινεν επί τινας στιγμάς αναποφάσιστος, διστάζουσα αν έπρεπε να την ακολουθήση ή να μείνη. Αλλ' όμως διελογίσθη ότι την κατόπτευσιν ην εξετέλεσεν απόψε ηδύνατο να την εκτελέση και την εσπέραν της αύριον, και μάλιστα μετ' ελπίδων μείζονος επιτυχίας. Όθεν ώρμησε κατόπιν της προπορευομέης Σιξτίνης. Ότε αύτη είχε καταβή επτά βαθμίδας της κλίμακος, τότε και η Βεάτη εκινήθη.

Ο Σκούντας διελογίσθη ότι ουδείς κίνδυνος ήτο να διέλθωσιν ενταύθα την νύκτα, διότι αι καλογραίαι δεν εμελλον βεβαίως να τους καταδιώξωσι διά νυκτός. Το κτίριον ήτο ημισκεπές και ετοιμόρροπον. Ο Σκούντας έψαυσε την θύραν, πιστεύσας ότι αύτη θα ήτο ανοικτή. Αλλ' όμως δεν ηνοίχθη. Μέγας λίθος τεθειμένος όπισθεν εμπόδιζε τούτο.

Τώρα ν' αρθή ο κυρ-Μάρκος από το νεροδικείο και να ιδής! Ν' αρθή ο Φουσκοδενδριάς από τα μανδρί και ν' ακούσης! — Μωρέ παιδί μου, φουρτούνες, μωρέ Γιωργή μου! Αυτά είνε σαγανάκια! Ο Γιωργής της Θασίτσας, ως πονηρός όπου ήτο, διελογίσθη ημέραν τινά ότι το έτος εκείνο έληγεν η δημαρχική περίοδος.

Διελογίσθη ότι εκεί πλησίον, εις το χωρίον, όπερ δεν απείχε πολύ, όθεν οι κύνες και τα παιδία τον είχον εξώσει θριαμβευτικώς την εσπέραν, υπήρχον μικραί τινες επαύλεις, καλύβαι μάλλον ή οικίαι, κεχωρισμέναι από της κυρίως κώμης, αίτινες κατωκούντο υπό ανθρώπων, και ηδύναντο να έχωσι πυρ εις την εστίαν και θερμήν κλίνην δι' ύπνον.

Αλήθεια έγειναν μεγαλόπολις αι Αθήναι, διελογίσθη και εξηκολούθησε ροφών μεν τον καφέν του, προσπαθών δε ν' αναγνώση και τας εφημερίδας του. Αίφνης ίσταται ενώπιόν του ανήρ ομήλιξ, τον βλέπει επί τινας στιγμάς ατενώς, και τείνων προς αυτόν την χείρα, — Δεν με γνωρίζεις; λέγει προς αυτόν μειδιών. — Ο Γιαννάκης! αναφωνεί Ο νέηλυς Δημητράκηςεις ον πρέπει τέλος να δώσωμεν έν όνομα. — Ολόκληρος.

Είδε κύκλω, και εθαύμασε το άπειρον πλήθος των εν υπαίθρω καθημένων, ων άλλοι μεν έπινον τον καφέν των, άλλοι εκαθαρίζοντο τα υποδήματα, άλλοι ανεγίνωσκον εφημερίδας, άλλοι συνωμίλουν, και άλλοι, οι ενεργητικώτεροι, εθεώρουν τους παρερχομένους. — Πολύ πρέπει να επλούτησαν αι Αθήναι, διελογίσθη, διά να έχουν τόσους αργούς και τόσα καφενεία. Και ετράπη δεξιά, αναβαίνων την οδόν Σταδίου.

Διελογίσθη ο κυρ-Δημάκης. Και πάραυτα εσκέφθη. — Ίσως θα ήλθε καμμία βάρκα! Και είδες το πρόσωπόν του, το πρώην άγριον και κατηφές, ως η συννεφιασμένη Ζαγορά, να πραϋνθή εν τω άμα, να αιθριάση. Διά της ατραπού ανήρχετο προς την κορυφήν της νησίδος, οπόθεν ηκούοντο του σημάντρου οι ήχοι.

Αίφνης ευρέθη εμπρός χαμηλού πλινθοκτίστου οικίσκου, από τ' ανοικτά παράθυρα του οποίου εξήρχοντο, εν τη σιγή εκείνη και τη ερημία του δρόμου, έρρινοι φωναί, ψαλμοδούσαι. Ο Δημήτρης, χωρίς να το εννοήση, είχε φθάσει εις την κωμόπολιν και ήδη ευρίσκετο προ της οικίας του παπά-Σταύρου. — Ο Θεός μ' έβγαλε· διελογίσθη ευχαρίστως.