United States or Finland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η ταλαίπωρος Ιωάννα ωπισθοδρόμει μετά φρίκης ενώπιον των βδελυρών εκείνων προϊόντων του ανατολικού φανατισμού, οτέ μεν την ρίνα της φράσσουσα, οτέ δε κλείουσα τους οφθαλμούς, διστάζουσα αν ήσαν εκείνοι ανθρώπινα όντα και ακουσίως αναπολούσα όσα ανέγνωσε παρά τοις αρχαίοις περί των κυνοκεφάλων και πιθηκανθρώπων ή εν τοις Συναξαρίοις περί των Σατύρων, οίτινες συνέζων μετά του Αγίου Αντωνίου εις τας ερήμους της Θηβαΐδος, διαλεγόμενοι μετ' αυτού περί θεολογίας.

— Ω Θεέ μου! έκραξεν η Αϊμά, συνάπτουσα τας χείρας. Σώσε με. — Μη φοβείσαι. Η Αϊμά εστάθη διστάζουσα επί μακρόν και βλέπουσα επιμόνως εις την θύραν. Αλλ' ο Πρωτόγυφτος, βαρύς, σκληρός και ακίνητος ως ανδριάς δεν παρεμέριζεν εκ της παραστάδος. — Στάσου να σου πω, Αϊμά, τη είπε. Να, αυτή η πόρτα κλείει από μέσα. Συ η ιδία την κλειδόνεις, και έχεις το κλειδί απάνω σου, διά να μην υποπτεύεσαι τίποτε.

Άμα εισήλθεν εις την τραπεζαρίαν, οδηγούσα τον τυφλόν, έρριψε το βλέμμα περί εαυτήν και εστάθη διστάζουσα. Εις το χωρίον της ο ιατρός δεν είχεν αντιθάλαμον, ούτε επερίμενον οι πελάται την σειράν των. Την ετάραξε δ' έτι μάλλον η σιωπή των περιεστώτων, οι oποίοι την παρετήρουν μετά περιεργείας, χωρίς να φαίνωνται έχοντες ουδεμίαν σχέσιν ο είς προς τον άλλον.

Πολλάκις συναθροίζουσα εις πολυτελές συμπόσιον πάντας τους ευπροσώπους αυλικούς της, περιήρχετο μετά το γεύμα τας τάξεις των ρασοφόρων εκείνων Αδωνίδων, ως η σεμνή Αικατερίνη τας των σωματοφυλάκων της, διστάζουσα προς ποίον εξ αυτών ήθελε δώσει το μήλον και πολύ μάλλον τίνι τρόπω ηδύνατο ευσχήμως να το προσφέρη.

Τότε η Βεάτη έμεινεν επί τινας στιγμάς αναποφάσιστος, διστάζουσα αν έπρεπε να την ακολουθήση ή να μείνη. Αλλ' όμως διελογίσθη ότι την κατόπτευσιν ην εξετέλεσεν απόψε ηδύνατο να την εκτελέση και την εσπέραν της αύριον, και μάλιστα μετ' ελπίδων μείζονος επιτυχίας. Όθεν ώρμησε κατόπιν της προπορευομέης Σιξτίνης. Ότε αύτη είχε καταβή επτά βαθμίδας της κλίμακος, τότε και η Βεάτη εκινήθη.

Όταν είδε μακρόθεν τον πατέρα, τον κηπουρόν, να τρέχη προς τα εδώ, εγύρισε το σώμα με την κεφαλήν κάτω, και το εκράτει προσωρινώς ούτω διστάζουσα και έντρομος. — Τι είναι; . . . Τι τρέχει; έκραξεν εν άκρα απορία ο Γιάννης. — Να! καλά που βρέθηκα! εφώναξε προς τούτον η Φραγκογιαννού . . . Ηρχόμην από τον Ανάγυρο με το κοφίνι μου.