United States or Georgia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις δε την στέρησιν θέτεις και την στέρησιν της ψυχής και φοβείσαι μεν ότι δεν θα αισθάνεσαι, φαντάζεσαι δε ότι θα εννοήσης με αίσθησιν μίαν αίσθησιν ήτις δεν θα υπάρξη. Ταύτα βεβαίως δεν ήθελε κατορθώσει αν δεν ενυπήρχεν όντως θείον πνεύμα εις την ψυχήν, διά του οποίου να έχη των μεγάλων τούτων την οξύνοιαν και την γνώσιν.

ΕΡΜΙΟΝΗ Με εμπόδισε ο γέρων Πηλεύς, ο οποίος την επροστάτευσε. ΟΡΕΣΤΗΣ Είχες κανένα να σε βοηθήση σ' αυτόν τον φόνον; ΕΡΜΙΟΝΗ Τον πατέρα μου, ο οποίος ήλθεν επίτηδες από την Σπάρτην. ΟΡΕΣΤΗΣ Και ο πατέρας σου υπεχώρησε εις ένα γέροντα; ΕΡΜΙΟΝΗ Ναι, από εντροπήν. Και έφυγε και με άφησε μόνην. ΟΡΕΣΤΗΣ Ενόησα• τώρα φοβείσαι τον άνδρα σου δι' ό,τι έκαμες.

ΣΟΛ. Φαίνεται, Ανάχαρσι, ότι έχεις περί της σωματικής δυνάμεως την ιδέαν την οποίαν έχεις περί του οίνου ή του νερού ή άλλου υγρού και φοβείσαι μήπως εξιδρωθή, όπως εξ αγγείου κεραμικού, και εξαντληθή, μας αφήση δε το σώμα κενόν και ξηρόν. Αλλά δεν είνε το αυτό πράγμα• η δύναμις όσον περισσότερον εξαντλείται εις τους κόπους, τόσω περισσότερον αυξάνει.

Μέγα πράγμα είνε να προχωρής προς τα εμπρός, αλλά μέγιστον να στρέφης ενίοτε και προς τα οπίσω το βλέμμα σου. Περισσότερον φοβείσαι την συμφοράν, όταν την μετρής διά της φαντασίας σου, παρ' όταν καταβάλλεσαι υπ' αυτής, παλαίσας σώμα προς σώμα. Δεν αρκεί να δύνασαι διά να πράττης, πρέπει και να θέλης. Μόνον επί του αξιώματος τούτου στηρίζεται η επιβολή εις τον κόσμον και το αληθές μεγαλείον.

Κάτι να έχης έπρεπεν, ω Γλάμη, να σου λέγη: Ιδού πώς πρέπει να φερθής διά να κατορθώσης εκείνο, που πλειότερον φοβείσαι να το κάμης παρά που έχεις μέσα σου τον φόβον μη δεν γείνη!

ΜΕΝ. Δεν είσαι καλά, Τάνταλε, και φαίνεται ότι αληθώς έχεις ανάγκην ποτού, ακράτου ελλεβόρου, αφού έχεις πάθει το εναντίον του συμβαίνοντος εις τους λυσσώντας σκύλους και φοβείσαι, όχι το νερόν, αλλά την δίψαν. ΤΑΝ. Και ελλέβορον Μένιππε, θα έπινα ευχαρίστως, αρκεί να τον είχα.

Παρεσκευάζετο μίαν φοράν να ταξειδεύση εν καιρώ χειμώνος και είς εκ των φίλων του, Δεν φοβείσαι, του είπε, μήπως ναυαγήση το πλοίον και σε φαν τα ψάρια; Και δεν θα ήτο αχαριστία, απήντησε, να μη θέλω να με φάγουν τα ψάρια, αφού εγώ τόσα ψάρια έχω φάγη; Ένα ρήτορα, ο οποίος πολύ κακώς ωμίλησε, συνεβούλευσε να μελετά και να γυμνάζεται• ο δε ρήτωρ είπε• Πάντοτε απαγγέλλω μόνος μου.

Και το σπουδαιότερον είνε ότι ευρίσκεσαι εις την ανάγκην να υποπτεύης και τους φιλτάτους σου και να φοβήσαι πάντοτε ότι κάποιος μέγας κίνδυνος θα σου έλθη εξ αυτών, διότι γνωρίζεις βασιλείς τους οποίους εδηλητηρίασαν τα παιδιά των ή το πρόσωπον το οποίον ερωτεύοντο και φοβείσαι μήπως αποθάνης κατά τον αυτόν τρόπον. ΜΙΚ. Αλήθεια είνε φοβερά αυτά που λες, κυρ πετεινέ.

— Ω Θεέ μου! έκραξεν η Αϊμά, συνάπτουσα τας χείρας. Σώσε με. — Μη φοβείσαι. Η Αϊμά εστάθη διστάζουσα επί μακρόν και βλέπουσα επιμόνως εις την θύραν. Αλλ' ο Πρωτόγυφτος, βαρύς, σκληρός και ακίνητος ως ανδριάς δεν παρεμέριζεν εκ της παραστάδος. — Στάσου να σου πω, Αϊμά, τη είπε. Να, αυτή η πόρτα κλείει από μέσα. Συ η ιδία την κλειδόνεις, και έχεις το κλειδί απάνω σου, διά να μην υποπτεύεσαι τίποτε.

Αλλά τι σε πειράζει αυτό; Ή φοβείσαι ότι θ' αποθάνης από δίψαν; Δεν βλέπω να υπάρχη άλλος Άδης εκτός τούτου ή θάνατος απ' εδώ εις άλλον τόπον. ΤΑΝ. Σωστά, αλλά και αυτό είνε μέρος της καταδίκης, να επιθυμώ να πιω ενώ δεν έχω ανάγκην.