United States or Malaysia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και γι' αυτό δεν έζησε, ούτε όσο ζουν τα ωραία όνειρα. Ήταν το ναρκωτικό που έπινα για να σε ξεχάσω, και τώρα άρχισε να με κουράζη... Φεύγω. Κάποιος έρχεται. Δεν θέλω να μας εύρουν μαζή. Μαρία! Μ α ρ ί α Μ' έβαλεν η μητέρα σου εκεί. Μη μ' εγγίζης. Μου κάνεις φρίκην. Μαρία μου, συγχώρησε με. Μια παλιά συμπάθεια. Μαρία μου! Συγχώρησε με. Μη με εγγίζης. Μου κάνεις φρίκη!

ΜΕΝ. Δεν είσαι καλά, Τάνταλε, και φαίνεται ότι αληθώς έχεις ανάγκην ποτού, ακράτου ελλεβόρου, αφού έχεις πάθει το εναντίον του συμβαίνοντος εις τους λυσσώντας σκύλους και φοβείσαι, όχι το νερόν, αλλά την δίψαν. ΤΑΝ. Και ελλέβορον Μένιππε, θα έπινα ευχαρίστως, αρκεί να τον είχα.

Αλήθεια, πιο μαλακό, πολύ πιο τρυφερό από το κρέας είταν το ξύλο του τραπεζιού. Κρασί έπινα ξύδι. Όταν έφυγα, πλέρωσα και δωμάτιον . Έτσι έγραφε ο λογαριασμός του ξενοδόχου. Ο ξενοδόχος εκείνος δεν μπορούσε να καταλάβη γιατί δε θέλησα να πλαγιάσω στο δωμάτιον . Του φάνηκε πολύ παράξενο. Είναι, φαίνεται, συνηθισμένος· πιο παστρικό κρεββάτι, λέει, δεν υπάρχει.

Μου εγέμισε το ποτήρι μου και ενώ έπινα στην υγείαν του, αυτός κατέβασε πολλά ποτήρια. — Ο ρεμβασμός, είπε, επαναλαμβάνων την άνευ ειρμού ομιλίαν του και διευθύνων το ισχυρόν φως μιας λάμπας προς έν των βαρυτίμων ετρουσκικών αγγείων, ο ρεμβασμός, ιδού ο κύριος σκοπός του βίου μου. Καθώς βλέπετε δε, επίτηδες διεσκεύασα έν αναχωρητήριον κατάλληλον διά τον ρεμβασμόν μου.

Κεγώ πειθήνια έπινα κέτρωγα λογής λογιών αηδίες, για να γίνω το ταχύτερο καλά, να πάω στην Καλυβιανή. Βρεθήκαν όμως και γυναίκες, που όταν μείδαν στον παροξυσμό του πυρετού, αναγνώρισαν με πεποίθηση πως ήτο συνειθισμένος ρίγος. Η μάνα μου έκλινε να το πιστέψη, αλλά και δε μπορούσε να το παραδεχθή. Η φοβερή υποψία του κολλητικού κακού είχε καρφωθή στο κεφάλι της.

Έγραφα, έγραφα, έγραφα, όπως δεν έγραψε ποτέ κανείς για χρήματα, κ' έγραψα τις καλήτερες σελίδες, που χυθήκανε από την πένα μου. Κι όταν δεν είχα πια άλλη δύναμη, έπινα, έπινα πολύ για να συγκρατηθώ στη ζωή. Άμα ανέβηκε πια ο ήλιος ένα διάστημα στον ουρανό, έγραψα τις τελευταίες γραμμές. Και κάθησα σαν αναίστητος.

Είδα που είχε δύο στάμνες ακουμπισμέναις από μέσ' απ' την πόρτα, σιμά στο παγγάρι. Η γρηά μ' ελυπήθηκε, εσήκωσε τη μια στάμνα, που φαίνεται να είχε λίγο νερό, κάτω απ' τη μέση, και μου είπε·Κάμε της χούφτες σου. Έκαμα της χούφτες μου, της παλάμες μου βαθουλές, έσκυψα, αυτή μου έρριχνε απ' ολίγο-λίγο νερό μέσ' της χούφτες κ' εγώ έπινα. Μου φάνηκε σαν αγιασμός. Αναστήθηκ' η ψυχή μου.