United States or Côte d'Ivoire ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' ο ήλιος έκλινε προς την δύσιν του, ο δε προφυλακτικός καθηγητής δεν επεθύμει να εκτεθή εις την δρόσον της εσπέρας, ενθυμούμενος ότι κατά την ώραν ταύτην του έτους ο χειμών ανακτά την κυριαρχίαν του άμα ο ήλιος κρυφθή.

Εις την γειτονικήν οικίαν ητοίμαζον τα γλυκύσματα των Χριστουγέννων εν χαρά. Η κόρη έκλινε την κεφαλήν της, κρύπτουσα δύο μεγάλα δάκρυα. — Σώπα, κοπέλλα μου, σώπα, είπεν η γραία συγκινηθείσα. Ετοιμάζουν τα γλυκά εις την γειτονιά μας. Καλά. Μεθαύριο 'σά 'ρθή ο καπετάνιος μου, τότε να ιδής χορούς και χαραίς. Θάρθη και η αράδα μας.

Ο Τημουρτάς έλαβε κάποιον φόβον, και σχεδόν έκλινε διά να του δώση, επειδή και εφοβούνταν αυτόν τον Βασιλέα, με το να ήτον ο πλέον δυνατός Βασιλεύς του καιρού εκείνου. Ο Καλάφ την γνώμην του πατρός του δεν ηθέλησε να την ακούση, αλλά του είπε να μη φοβηθή, διότι έχει ελπίδες να τον νικήση μ' όλον που είναι ο πλέον δυνατός του κόσμου.

Κι' ιδών ότι ο ήλιος έκλινε πολύ προς δύσιν, ενθυμήθη τον σκοπόν του ταξειδίου του, τα δέκατα: — Να μη φρεσκάρη ο μαΐστρος και κλεισθούμε! Το μανδήλιόν του ήτο πλέον βαρύ-βαρύ εκ των οστρακοδέρμων. Απεφάσισε να επανέλθη εις την λέμβον.

Αφού είχε γεμίσει το καλάθι της, και ο ήλιος έκλινε πολύ χαμηλά, καθώς εξήλθε του ερήμου ναΐσκου, η γραία Χαδούλα εκίνησε να επιστρέψη εις την πολίχνην. Κατήλθε πάλιν το ρέμμα-ρέμμα εις τα οπίσω εστράφη δεξιά, άρχισε ν' ανηφορίζη προς τον λόφον του Άγ. Αντωνίου, οπόθεν είχεν έλθει.

Και να μου γνωρίζης και χάρη που σεγλύτωσα από το σουνέτι. Από σήμερο και πέρα είσαι Τούρκος. Θα παίρνης αμπτέστι και θα προσκυνάς, σαν Τούρκος. Ο Σιφογιάννης έκλινε την κεφαλήν. — Στσ' ορισμούς σου, αγά...μα... — Μα και μα δεν έχει! Είσαι Τούρκος. Σου δίδω κιόνομα τούρκικο· Τζαφέρης. Έκλινε πάλιν την κεφαλήν τον ο χωρικός, χωρίς να πη λέξη.

Παρήλθεν η ημέρα χωρίς να συλλογισθή να φάγη ή να πίη τι. Έκλινε την κεφαλήν επί της σκωληκοβρότου τραπέζης του, εστήριζεν αυτήν εις τον τοίχον εν μέσω των χειρών του, περιεφέρετο εδώ κ' εκεί ταχέως βηματίζων και κατέπινε τον καπνόν του σιγάρου του μετά πάθους.

Η σκούνα με αριστεράν μούραν πάντοτε έκλινε προς την δεξιάν πλευράν, ολονέν πλαγιαζομένη υπό των κυμάτων, άτινα κάτωθεν ως μοχλοί προσεπάθουν να την ανατρέψουν, αλλ' έφευγε λοξώς πάντοτε προς τον φάρον της Μιτυλήνης πλέουσα, όστις ολονέν εμεγεθύνετο, φεγγοβολών εις απόστασιν τεραστίως.

Τότε έκλινε με υπομονήν εις το ριζικόν του· επήκουσε την προσταγήν την βασιλικήν, και συντροφιαζόμενος με ένα κερβάνι που επήγαινεν εις την Ταρταρίαν, επήγε με αυτό εις την Σαμαρκάντα, και έμεινε με μεγαλοψυχίαν αφιερωμένος εις εκείνο που ο ουρανός του είχε αποφασισμένον και μην στοχαζόμενος πλέον την περασμένην του ευτυχίαν, ωσάν που τα πράγματα του κόσμου δεν έχουν ποτέ μίαν στάσιν, ευρίσκονταν εις τελείαν ησυχίαν, ευφραινόμενος έως που είχε δηνάρια, και τελειώνοντάς τα επήγε και εστάθη εις την πόρταν ενός μετζιτίου διά να ζητά ελεημοσύνην.

Είπε, και ακόμη προς αυτούς δεν έκλινε την νίκη, αλλ' ήθελετην δοκιμήν η δύναμις και ανδρεία του Οδυσσέα να φανούν και του λαμπρού παιδιού του· καιτου μεγάρου πέταξε την μαυροκαπνισμένη σκέπη κ' εκάθισεν αυτού, με χελιδόνα ομοία. 240