Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025


Το Χρυσώ, η ωραία λευκή κόρη, γεράνιο φουστάνι φορούσα, με μίαν παλαιομανδήλαν πενθίμως καλύπτουσα την άφθονον κόμην της, ωχρά, έκλαιεν εις μίαν γωνίαν ζαρωμένη, μη περιμένουσα να την κλαύσουν άλλοι. Κάτω έκλινε την κεφαλήν της, σιωπηλή και φθίνουσα ως άνθος αβρόν, το οποίον όλην την νύκτα εμάστισεν ο βορράς, κ' ερρυπάνθη η καλλονή του η τρυφερά, κ' εμαράνθη η δρόσος του η ευωδιάζουσα.

Το κεφάλι του έκλινε από σεβασμό και στη βοή του καταρράχτη έρριξε λίγα λόγια με συγκίνηση: — Ο Θεός να σαναπάψη, άχαρη κοπελιά, γιατί μόνο βάσανα και πρίκες εγνώρισες σε τούτο τον άδικο κόσμο. Ο Θεός να σ' αναπάψη! Η μητέρα μου προσπάθησε να μη μάθω το θάνατο του Βαγγελιού. Ταπόγεμα που τη θάψανε, ήμουν βυθισμένος στις ζάλες του πυρετού. Και κάμποσες μέρες κρατήθηκε το μυστικό. Έπειτα τώμαθα.

Όλως διάφορος είνε η όψις της Βάθειας, όπου ουδέν υπάρχει το δυνάμενον να θαμβώση την όρασιν, αλλ' ούτε να την κουράση. Κρίνων εκ του ονόματος και της χαμηλότητος αυτής θα έκλινε να την υποθέση τις ως είδος τι χωνίου, ενώ μόνον εκεί δύναται να εντρυφήση εις άφρακτον ορίζοντα του Αθηναίου ο οφθαλμός.

Έκλινε μετά χαράς εις ότι του επρόβαλα και έμεινεν εις το σπήτι μου, και ευρίσκοντας από ολίγον κατ' ολίγον ηδονήν εις την οκνηρίαν, απερνούσε χαροποιώς τας ημέρας του περιδιαβάζοντάς με τους φίλους του.

Είτα καταβάς πλησίον των εδίδαξεν αυτούς πολλά, κηρύττων αυτοίς την βασιλείαν των ουρανών, και θεραπεύων τους ασθενείς των. Η ημέρα έκλινε, και μετ' ολίγον θα επήρχετο νυξ, αλλ' όμως το πλήθος προσεκαρτέρει ακόμη, θελγόμενον από την θείαν εκείνην φωνήν και από τα ιερά λόγια.

Τότε ο Έφις άνοιξε τα χέρια και έκλινε λίγο το κεφάλι σαν να ήθελε να πει: τότε γιατί θέλετε τη συμβουλή μου; αλλά η ντόνα Έστερ έβαλε τα γέλια και σήκωσε, χτυπώντας τες νευρικά, τις δυο μαύρες άκρες από το σάλι της. «Και πού θα ’θελες να πάει, λοιπόν; Στο σπίτι του Ρετόρου σαν τους ξένους που δεν βρίσκουν πού να μείνουν;» «Εγώ δεν θα του έδινα καμία απάντηση», πρότεινε η ντόνα Ρουθ παίρνοντας από τα χέρια της Νοέμι το τηλεγράφημα που εκείνη δίπλωνε και ξεδίπλωνε νευρικά. «Εάν έλθει, καλώς να ορίσει.

Κατόπιν έστρεψε προς τον νέον βλέμμα ανακριτού και του είπε: — Δεν έχεις σήμερο δουλειά, Μανωλιό; — Έχω, απήντησε με φωνήν δειλήν ο Μανώλης. — Και πώς την αφήκες τη δουλειά σου και γυρίζεις; Ποιος πουργεύει; Ο Μανώλης έκλινε την κεφαλήν σιωπών. — Μα δεν είνε και πολλή ώρα που λείπει, είπεν η Πηγή. — Εσύ να κάνης τη δουλειά σου και να μη φυτρώνης όπου δε σε σπέρνουνε! ανεφώνησεν ο Θωμάς με οργήν.

Να το όφελός σας· έτσι χάνονται οι κουτοί! εψιθύρισε. Έκλινε δε πάλιν την κεφαλήν άνωθεν της πυράς περιέργως. Ως ήτο αχόρταγος εις τας αισχράς επιθυμίας της, ήτο και εις την εκδίκησίν της· ασελγής Πρίαπος εις την ηδονήν και Ζευς κεραυνοβόλος εις την οργήν της.

Είπε• και ο ήλιος έκλινε, κ' έφθασε το σκοτάδι, 225 και εις τ' άντρο το καμαρωτό παράμεσα συρμένοι οι δύο πλάγιασαν μαζή, και την φιλιά χαρήκαν.

Η νεάνις έκλινε το πρόσωπόν της μέχρι των ποδών του κυρίου της και έμεινεν ακίνητος. Ο Πετρώνιος έρριψε βλέμμα εις τους άνδρας. Παρετήρησε την Ευνίκην κειμένην παρά τους πόδας του και μετέβη εις το τρίκλινον χωρίς πλέον να ομιλήση. Μετά το γεύμα του μετέβη εις το παλάτιον, κατόπιν εις την οικίαν της Χρυσοθέμιδος, όπου έμεινε πολύ αργά.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν