United States or Grenada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλως διάφορος είνε η όψις της Βάθειας, όπου ουδέν υπάρχει το δυνάμενον να θαμβώση την όρασιν, αλλ' ούτε να την κουράση. Κρίνων εκ του ονόματος και της χαμηλότητος αυτής θα έκλινε να την υποθέση τις ως είδος τι χωνίου, ενώ μόνον εκεί δύναται να εντρυφήση εις άφρακτον ορίζοντα του Αθηναίου ο οφθαλμός.

Δυο άλλα πρόβατα ψοφήσανε απ' την κούραση λίγες μέρες αργότερα· εφτά ή οχτώ ψοφήσανε κατόπι από την πείνα σε μια έρημο· άλλα πέσανε σε λίγες μέρες μέσα σε γκρεμούς. Τέλος μετά εκατό μερών πορεία τους μείνανε μονάχα δυο πρόβατα.

Λείπανε οι παράμερες ομιλίες με τη γυναίκα μου, έλειπε η φαιδρή συναναστροφή με τα παιδιά. Ούτε η γιορτή των Χριστουγέννων, αυτή πολύ λιγότερο, δεν ερχότανε χωρίς το αίστημα της εκνευριστικής βίας, που αφίνει πίσω κούραση, βαριέστισμα και δυσθυμία.

Κ' ύστερα έπεσε σαν πεθαμένος απ' την κούραση απάνω σ' ένα θρονί. Το γέρο το βασιλιά τον πήρανε τα κλάματα. Απ' τη χαρά του για το βρέσιμο κι' απ' τη λύπη του, που χάθηκε η βασίλισσα και πήρε τον καϋμό μαζί της. Σα συνέφερε λιγάκι φώναξε σιμά του το μαντατοφόρο και του είπε: — Γεια σου, άξιο παλικάρι. Κι' ό,τι μου ζητήσης εσύ και τάλλα παλικάρια, δικό σας να είναι....

Ο Αγαθούλης καταμουσκεμένος, εσύρθηκε την άλλη μέρα προς την γειτονική πόλη Βαλντμπεργ-κοφφ-τραρμπει-ντικντόρφφ, απένταρος, πεθαμένος από πείνα και κούραση. Σταμάτησε θλιβερά στην πόρτα μιας ταβέρνας. Δυο άνθρωποι, ντυμένοι γαλάζια, τον παρατήρησαν: — Σύντροφε, λέγει ο ένας, να ένας νέος πολύ καλοφκιασμένος και που έχει το απαιτούμενο ανάστημα.

Το τι θα γίνουν λαχταρώ, κεφάλι πια δεν έχω, λες παραζάλη μ' έπιασε, κι' όξω η καρδιά οχ τα στήθια πηδάει, και κάτου μου λυγούν τα γόνατα και τρέμουν. 95 Μα αν να βοηθήσεις θες, αφού και συ δεν έχεις ύπνο, έλα και κάτου στους φρουρούς ας πάμε, για να δούμε μήπως αυτοί απ' την κούραση και νύστα αφανισμένοι ολότελα αποκοιμηθούν και τη φρουρά ξεχάσουν· τι στέκουν δες! κοντά οι οχτροί, μήτε κανείς κατέχει, 100 και νύχτα αν δεν τους συνεμπεί ν' ανοίξουνε κοντάρι

Μας φέρνει μ' άλλους λόγους το ψεγάδι αυτό στον Εγωισμό, όχι δα στον Εγωισμό που έχει όλος ο κόσμος, μα μια σταλίτσα ακόμα. Άλλο ένα. Δε θέλει να κοπιάζη εξόν αν είναι για τον παρά. Άφησε την κούραση για ένα κοινό καλό, που την τρέμει σαν δεν προσμένη κι αυτός ωφέλεια, και πάρε τίποτις άλλο. Πάρε τους στίχους, που δε γραφήκανε στον τόπο μας με σκοπό να ζήση ο ποιητής από δαύτους.

Εβέλαξαν και τα πρόβατα, επήδησαν και τ' αρνιά κι αφού εγονάτιζαν από κάτω από τις μαννάδες τους, εβύζαιναν τα μαστάρια· κι όσες δεν είχαν ακόμη γεννήσει τις εκυνηγούσαν τα κριάρια κι' άμα τις εσταματούσαν από την κούραση, καβαλίκευαν καθένα από μία. Εκυνήγησαν κ' οι τράγοι τις γίδες κ' επηδούσαν τριγύρω τους πιο ερωτικά και πιάνονταν αναμεταξύ τους για τις γίδες.

Τότε γύριζε στο σπιτοκάλυβό της γελαστή και χαρωπή, σαν πάντα, με την καρδιά της γεμάτη ελπίδα, κουνώντας το κεφάλι της και λέγοντας: — Ποιος ξέρ' το μοναχό μ', πού να νυχτώθηκε! Δεν το άφηκε η κούραση του δρόμου να φτάσ' απόψε! Κι' αύριο μέρα του Θεού ξημερόν'! Αύριο έρχεται...... Αυτή η δουλειά εξακολούθησε χρόνια και χρόνια.

Με τόση καρδιά θα παρακαλούσα την Παναγία, που θεωρούσα βέβαιο ότι θα με εισήκουε. — Αι; ρώτησε η μητέρα μου· είντα λες; πας; — Πάω, της είπα. Θαρθής και τουλόγου σου; — Όι, παιδί μου, δε μπορώ 'γώ. Είνε μεγάλη κούραση για μένα. Μα είντα με θες εμένα; Εκειά θάχης τη θεια σου, το μπάρμπα σου και τα ξαδέρφια σου. Θαρθή κιο Βασίλης ίσα 'κειά να σου κάνη συντροφιά.