Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025


Ορίστε παραπάνω τουλόγου σας. Προχωρήσαμε 'μεις και Τούρκοι ήρθαν κάτω. Σε λίγο έφτασε ο πασάς, συντροφευμένος από υπαλλήλους κέφιππους ζαπτιέδες. Τον βάλαμε στη μέση κιαρχίσαμε το άσμα μας. Αλλ' ενώ το άσμα έλεγεν ότι τον υποδεχότανε «άπας ο λαός», εκτός των μαθητών είχαν έρθει μόνον πέντε δέκα πρόσωπα της τοπικής εξουσίας και οι προύχοντες του χωριού κιάλλοι τόσοι περίεργοι.

Μα σα δε θέλει, δεν μπορώ και να τση βάλω το σκοινί στο λαιμό. Μα και δε σου ταιριάζει τουλόγου σου μια γυναίκα σαν τη Μαργή γή σαν την Πηγή. Αυταίς είνε μικροκοπελιές ακόμη και δεν μπορούνε να ξεδιακρίνουνε το κακό απού το καλό. Μουδέ ν' αγαπήσουνε και να λατρέψουνε τον άντρα που θα πάρουνε δεν κατέχουνε. Ο νους τως είνε άπηχτος ακόμη.

Και τουλόγου σου δε φοβάσαι, θεια, είπε στη μάνα μου, πως και μένα μου κάνεις μεγάλο άδικο μ' αυτά που μου λες; Σα να μη άκουσε η μητέρα μου, τράβηξε προς τη θύρα και ξανάλεγε την κατάρα της: — Ο Θεός να σου δώση στη ψυχή σου το μεγάλο κακό που μούκαμες! Κιούτε γύρισε νακούση το φοβερό λόγο που της ήρθε στην πόρτα από το κρεβάτι της φθισικής: — Δεν πιστεύγεις, θεια, τα λόγια μιας ποθαμένης;

Και το καλλίτερο 'νε να τσ' αφήσης να κουρεύγουνται και να ξανοίξης να πάρης μια φρόνιμη γυναίκα ... μια γυναίκα που να σ' αγαπά και να την αγαπάς. Σ' όλο το ύστερο δε σου στέκει τουλόγου σου να παρακαλής. Πρέπει, να σε παρακαλούνε. Και εκάστοτε εφαίνετο ότι κάτι είχεν ακόμη να είπη, αλλ' εδυσκολεύετο και εδίσταζε να το εκστομίση.

Με τόση καρδιά θα παρακαλούσα την Παναγία, που θεωρούσα βέβαιο ότι θα με εισήκουε. — Αι; ρώτησε η μητέρα μου· είντα λες; πας; — Πάω, της είπα. Θαρθής και τουλόγου σου; — Όι, παιδί μου, δε μπορώ 'γώ. Είνε μεγάλη κούραση για μένα. Μα είντα με θες εμένα; Εκειά θάχης τη θεια σου, το μπάρμπα σου και τα ξαδέρφια σου. Θαρθή κιο Βασίλης ίσα 'κειά να σου κάνη συντροφιά.

Καλά του τάπε ... Κ' εγώ νάμουνε το ίδιο θα τούλεγα ... .Να σουπώ, κουμπάρε Νικολή· εγώ τόχω τιμή και χαρά μου να συμπεθερέψωμε· ο Θεός το κατέχει πόσο το χάρηκα όντε μούπες να κάμωμε συγγένεια. Γιατί η αλήθεια είνε πως καλλίτερους εδικούς από τουλόγου σου και τη γενιά σου δε θα βρω. Μα θέλω παστρικά και ταχτικά πράμματα.

Και πώς το κατές τουλόγου σου πως τσ' είνε γραφτό ναποθάνη; — Ο γιατρός τώπε. Μα κι ολοφάνερο 'νε πως έχει χτικιό κιαπ' αυτό το πάθος δε γλυτόνει άθρωπος. — Μα σα θέλει ο Θεός; — Δε λέω, σα θέλει ο Θεός ο μεγαλοδύναμος... — Αι; σου λέω κεγώ πως ο Θεός δε θέλει ναποθάνη το Βαγγελιό. Εμένα μου τώπε... — Ποιος σου τώπε; — Εγώ κατέω ποιος μου τώπε. — Δε μου το λες κεμένα να το μάθω;

Αφού ησύχασε μου λέγει: — Ήκουσες, Γιώργο μου, είντα σούπα; Να κάμης κατά πως σ' αρμηνεύγει η μάνα σου. Αυτή κατέει καλλίτερα το καλό σου και θέλει το καλό σου περισσότερο από κάθε άλλο. — Κιαπό τουλόγου σου; — Κιαπό μένα, είπε αποφασιστικά το Βαγγελιό. Δε σούπα πως η δική μου αγάπη δε μπορεί νάνε για καλό σου; — Και μου λες να μη σ' αγαπώ μπλειο;

Ναι, ήκουσα κεγώ πως την εζήτηξε. — Κιο κύρης τση πρέπει πως θέλει να του τη δώση. Φτωχός άνθρωπος· είντα να κάμη; — Καλά το λες, κρίμα είνε. Ο Σαϊτονικολής εσκέφθη επί μικρόν, έπειτα είπε: — Λένε πως το καλλίτερο αχλάδι το τρώει ο χοίρος· μα δε θα τον αφήσω 'γώ το χοιροτερερέ να το φάη. Το κακό μόνο είνε πως ο Μανώλης δεν είν' ακόμη για παντριγιά. Είντα λες τουλόγου σου;

Ακούς τουλόγου σου δουλειές απού τσι κάνει ο κουζούλακας; Και δεν είνε μόνον η ντροπή ένας νειός λογοστεμμένος να πειράζη άλλες, αλλά θα βρη και τον μπελά του· κάποιος θα βρεθή να τόνε σκοτώση, γιατί κιανείς δε δέχεται να του πειράζουν την αδερφή γή τη θυγατέρα του. — Ο Χριστός με το παιδί μου!.. είπεν η Σαϊτονικολίνα.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν