United States or Eswatini ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις το πρώτον χώρισμα ήτο το μελετητήριον και ο κοιτών του φιλοσόφου, εις το δεύτερον υπήρχον αγάλματά τινα, είς βωμός και άλλα σύμβολα, ακατανόητα μεν, αλλ' ουδέν τα απαίσιον έχοντα. Ούτω δε αι περίεργοι απεμακρύνοντο εκείθεν, μηδεμίαν μεν αληθή πληροφορίαν αποκομίζουσαι, αλλ' όμως φέρουσαι εναύσματα προς διήγησιν μεγεθοποιημένων και φασματωδών πλασμάτων εις τας φίλας και γνωρίμους αυτών.

Συναζόμεθα το εσπέρας, επιστρέφοντες από του περιπάτου, περίεργοι και μη περίεργοι, περί την εξέδραν της μουσικής.

Έκυπτον δε μαζή του οι εκ δεξιών και αριστερών γείτονές του, περίεργοι, θαυμάζοντες και μειδιώντες, ανταλλάσσοντες δε σιγά τας εκ του παραδόξου θεάματος εντυπώσεις των. Έτυχε να κάθημαι όπισθέν του την ημέραν εκείνην, και πολλήν ησθάνθην περιέργειαν να ίδω τι εκίνει τον θαυμασμόν των γειτόνων του Σοφή.

Έπαψαν τα τραγούδια και τα όργανα. Βγήκαν ξοπίσω στους φαντάρους οι πιο περίεργοι, να μάθουν. Ο Γιάνης μέσα, φοβισμένος μη λάχη και κοπή και χαλάση στη μέση η διασκέδαση για το τίποτα, και «δε βγάλουμε και μεις το πετρέλαιο», καθησύχαζε τον ταραγμένον τον κόσμο·Τίποτ' αδερφέ! Μπιτ τίποτε! Εκουβάλησαν μια σκάλα, ακούς, να μου σπάσουν τα τζάμια. Βέβαια! Έχομε τα μπόλικα καπτάλια, βλέπεις!

Την ανάγκην δε αυτήν πολλάκις, φαίνεται, συνησθάνθησαν καθ' όλην την εσπέραν οι συνήθως νηστεύοντες τρόφιμοι του Κ. Moreau, διότι περί τα τέλη της νυκτερινής του πανηγύρεως ήρχισαν κάπως να λησμονώσιν οι πόδες των τα βήματα του χορού, και η ζωηρότης αυτών και των προ μικρού συνδαιτυμόνων των κατεδεικνύετο δι' εκχύσεων οικειότητος παραδόξου, της οποίας αδιάκριτοι πλέον παρίσταντο θεαταί οι εν τοις θεωρείοις περίεργοι.

Περίεργοι δι' αυτήν την θεωρίαν που εβλέπαμεν ερωτήσαμεν ένα διά να μας ειπή το αίτιον αυτής της μεγάλης θλίψεως, ο οποίος μας εδιηγήθη, ότι αυτή επροξενούνταν από τον θάνατον του υιού του Βασιλέως τους, τον οποίον τον αγαπούσεν έξω από το μέτρον, με το να τον είχε μοναχόν και διαδοχον του βασιλείου του.

Πλησιάζοντας τέλος πάντων η αυγή, βλέπω να τρέχουν από την χώραν όλοι οι περίεργοι, και να έρχωνται προς το σπήλαιον. Εγώ ευθύς εσηκώθηκα, και έτρεξα προς την πόρταν, διά να μην ήθελα ήμουν από τους ύστερους εις το να έμβω· αρχινούσαν τότε τα άστρα να χάνωνται από ολίγον κατ' ολίγον οπόταν εις μίαν στιγμήν, η πόρτα, που ήτον από ξύλον της Ινδίας, ανοίγει μοναχή της με ένα μεγαλώτατον κτύπον.

Απέτρεπα λοιπόν τους περισσοτέρους εξ αυτών, λέγων ότι η θυσία είχε τελειώση, εκτός εάν ήσαν περίεργοι να ίδουν και μόνον το μέρος ή να προφθάσουν υπόλειμμα του πυρός. Αλλ' ευρήκα τον διάβολόν μου, φίλε μου, διότι ήμουν ηναγκασμένος να διηγούμαι εις όλους και ν' ακούω τας ερωτήσεις ανθρώπων οίτινες ήθελον να μάθουν πάσαν λεπτομέρειαν.

Τον ηύρε καίριον εις τον λαιμόν, και τον αφήκεν εις τον τόπον. Μετά δυο ημέρας οι σκοτωμένοι, πέντε ή έξ τον αριθμόν, εκομίζοντο εις Αθήνας. Εις το πρόσωπον του νέου εκείνου όλοι οι φρικώδεις περίεργοι είδον εντυπωμένον, πιστωμένον τον γέλωτα. Ούτ' επρόφθασεν, ο ευτυχής άνθρωπος, να αισθανθή την πικρίαν του βέλους, αλλ' ο θάνατος του ήλθε μυστηριώδης, γλυκύς, προ της αλγηδόνος.

Μιαν ημέραν το πουγγί έτυχε ν' ανοίξη, και η δραχμή εγλίστρησεν αμέσως προς το άνοιγμα και έσκυψε να ιδή έξω. Τούτο ήτο κακοήθειά της. Αλλά είχε περιέργειαν και την έπαθε, καθώς συχνά την παθαίνουν οι περίεργοι. Σκύπτουσα έπεσεν από το πουγγί εις την τζέπην.