United States or Cameroon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και κορίτσι που δεν μπορεί ν' αφήση το σπίτι του γονιού του δεν είναι ακόμη για γυναίκα. Μα ο Κιαμήλης, που την αγαπούσεν, έκαμνεν ό τι του γύρευεν εκείνη. Σαν εζύγωσεν ο καιρός του γάμου, ο Κιαμήλης και ο αδελφοποιτός του ανέβησαν στ' άλογο για νάλθουνε στην Πόλι να ψουνίσουνε.

Εις ένα χωριό της Μεγάλης Ελλάδας εζούσεν ένα καιρό ένα κορίτσι τόσο καλόκαρδο και χαριτωμένο, πού όλος ο κόσμος το αγαπούσεν. Αν και δεν ήταν πλούσιο, εύρισκε τρόπο να βοηθή τους πτωχούς· ό,τι της έδιδαν το εμοίραζε με αυτούς, και όταν τα χέρια της ήσαν άδεια, η καρδιά και το στόμα της ήσαν πάντοτες γεμάτα καλά αισθήματα και καλά λόγια για να τους παρηγορή.

Περίεργοι δι' αυτήν την θεωρίαν που εβλέπαμεν ερωτήσαμεν ένα διά να μας ειπή το αίτιον αυτής της μεγάλης θλίψεως, ο οποίος μας εδιηγήθη, ότι αυτή επροξενούνταν από τον θάνατον του υιού του Βασιλέως τους, τον οποίον τον αγαπούσεν έξω από το μέτρον, με το να τον είχε μοναχόν και διαδοχον του βασιλείου του.

Τι παράξενον λοιπόν, να επισκέπτεται την εκκλησίτσαν την οποίαν ζώσα τόσον αγαπούσεν; Αυτός ο Κύριος δεν εφανερώνετο μια στιγμή μετά την Ανάστασιν εις τους Μαθητάς του έως εις την Ανάληψίν τους; Δεν τους ωμιλούσε; Δεν έφαγε μαζή τους, και δεν τους ευλόγησε; Και όμως ήτο Θεός πλέον . . . . . Και ιδού εζωγραφήθη μία χαρμόσυνος ιλαρότης εις το πρόσωπον του παπά- Κονόμου.

Την ερχομένην ημέραν, εκεί που η βασιλοπούλα Φαρουχνάζη ετοιμάζετο διά να υπάγη κατά την συνήθειάν της εις το λουτρόν, της έρχονται είδησες ότι ο αδελφός της ο Φαρκούζης έπεσεν άρρωστος με ασθένειαν βαρυτάτην, ο δε βασιλεύς Τογρούλμπεης, ο πατέρας του που τον αγαπούσεν υπερβολικά, έκαμεν ευθύς να κράξουν τους πλέον εμπείρους ιατρούς της βασιλείας του, οι οποίοι ερχόμενοι και βλέποντες την βαρυτάτην του ασθένειαν, κανείς δεν ημπόρεσε να υποσχεθή να τον ιατρεύση.

Οι ιστορικοί χρονογράφοι των Σασσανιαίων αρχαίων βασιλέων της Περσίας, που εξάπλωσαν το βασίλειόν των έως εις την Ινδίαν και Κίναν, διηγούνται δι' ένα βασιλέα από το αυτό γένος το πλέον εξαίρετον εκείνου του καιρού, τον οποίον όσον τον αγαπούσεν ο λαός του διά την φρονιμάδα του και καλήν κυβέρνησιν, τόσον τον εφοβούντο οι γείτονές του διά τα μεγάλα και δυνατά του στρατεύματα.

Ο Παπά-Κονόμος καθήμενος εις το στασιδάκι του και βλέπων γύρω όλα αυτά εξεπλήττετο, ιδίως διά την καθαριότητα του ναΐσκου· και διελογίζετο: — Ποιος να κυττάζη τώρα το ερημικόν αυτό εκκλησιδάκι οπού τόσον το αγαπούσεν η Κουκκίτσα μου; Ούτε μια λαδιά κάτω εις της πλάκαις. Ποιος ανάπτει τα κανδηλάκια του τώρα και ποιος τα πλύνει οπού είναι τόσον διαυγές το γυαλί των;