United States or Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Α! ο Θεός ευλόγησε την γη που της έδωκεν αίσθημα. Όχι εκείνο το αναίσθητο στοιχειό που το αυλακώνεις και τρέχει να σβύση τ' αχνάρι σου σαν να μη θέλει ν' αφίση άλλος σημάδι στην αιωνιότητα· που το καλοπιάνεις, το παινεύεις, το τραγουδάς κ' εκείνο σε σπρώχνει σαν να σου λέγη «τι θες εδώκαι βρυχέται να σου ανοίξη τον λάκκο, τίγρις ανήμερη. Ο Κάης θαλασσινός έπρεπε να πάη έπειτ' από το κακούργημα.

Η Γκριζέντα έτρεξε εκείνη να φωνάξει τον υπηρέτη, τρίφτηκε επάνω του σαν γατάκι και του έδωσε να φιλήσει το μωρό. «Πόσο χαρούμενη είμαι, μπαρμπα Έφις! Απόψε θα ξαναχορέψουμε! Κοιτάξτε όμως το μικρό σας αφεντικό. Λες και κάνει κόρτε στην Καλίνα!» Ο Έφις την κοίταζε τρυφερά. Είδε τον Τζατσίντο να σηκώνει τα μάτια γεμάτα έρωτα και επιθυμία και μέσα από την καρδιά του ευλόγησε τους δυο νέους.

«Ωραίος κάλλει παρά τους υιούς των ανθρώπων, εξεχύθη χάρις εν χείλεσί σου· διά τούτο ευλόγησέ σε ο Θεός εις τον αιώνα. Περίζωσαι την ρομφαίαν σου έτι τον μικρόν σον, δυνατέ τη ωραιότητί σου και τω κάλλει σου. Και έντεινον και κατευοδού και βασίλευε ένεκεν αληθείας και πραότητος και δικαιοσύνης».

Και όταν είς γείτων, διαβασμένος κάπως, παρετήρησεν ότι αυτό ήτο δεισιδαιμονία, ο παπ' Αβέρκιος ο ερημίτης απήντησεν ότι την δοξασίαν ή την συνήθειαν αυτήν επικυρώνει κ' η Αγία Γραφή. «Επί τω ποδί μου ευλόγησέ σε Κύριος ο Θεός», είπεν ο Ιακώβ εις τον Λάβαν τον πενθερόν του. Άλλοι έλεγαν ότι το μόνον «γούρι», ο καλός οιωνός, τον οποίον συνήθιζε κατά κόρον ο καπετάν Στέφος, ήτον η κλεψιά.

Με μεγάλες τιμές, την ωδήγησε στο παλάτι του Τινταγκέλ. Κι' όταν η Ιζόλδη παρουσιάστηκε στην αίθουσα, εν τω μέσω των υποτελών, τέτοια λάμψι έρριξε η ωμορφιά της όπου άστραψαν οι τοίχοι της σάλας σαν να τους φώτισε ξαφνικά ο ήλιος της ανατολής. Τότε ο Βασιληάς Μάρκος ευλόγησε τα χελιδόνια που τόσο ευγενικά είχανε φέρει τη χρυσή τρίχα.

Ευλόγησε τον Τριστάνο και τους εκατό ιππότες που με το καράβι του κινδύνου είχανε πάει να βρουν τη χαρά των ματιών του και της καρδιάς του. Αλλοίμονο! Το καράβι σου κομίζει και σένα, ευγενικέ Βασιληά, το τραχύ πένθος και τα μεγάλα μαρτύρια. Δέκα οχτώ μέρες αργότερα, συνάθροισε όλους τους βαρώνους, και έκανε το γάμο του με την Ιζόλδη την Ξανθή.

Με τέτοια υψηλή συζήτηση έφθασαν κοντά στου Εμμαούς και ο ξένος φαινόταν ότι θα συνέχιζε τον δρόμο του, αλλά αυτοί τον πίεσαν να μείνει, και καθώς κάθισαν για να φαν το απλό φαΐ τους και Αυτός ευλόγησε και έκοψε το ψωμί, τα μάτια τους άνοιξαν και παρά την αλλαγμένη μορφή, ανεγνώρισαν ότι αυτός που ήταν μαζί τους ήταν ο Κύριος.

Τι παράξενον λοιπόν, να επισκέπτεται την εκκλησίτσαν την οποίαν ζώσα τόσον αγαπούσεν; Αυτός ο Κύριος δεν εφανερώνετο μια στιγμή μετά την Ανάστασιν εις τους Μαθητάς του έως εις την Ανάληψίν τους; Δεν τους ωμιλούσε; Δεν έφαγε μαζή τους, και δεν τους ευλόγησε; Και όμως ήτο Θεός πλέον . . . . . Και ιδού εζωγραφήθη μία χαρμόσυνος ιλαρότης εις το πρόσωπον του παπά- Κονόμου.

»Όλα τ' αφίνω με χαρά, χωρίς ν' αναστενάξω. Και τώχω περηφάνεια μου, που εδιάλεξες εμένα Αυτήν την έρμη την πορειά με το κορμί να φράξω. Ευχαριστώ σε, Πλάστη μου! Δε θα χαθούν σπαρμένα Και δε θα μείνουν άκαρπα τ' άχαρα κόκκαλά μου. Ευλόγησέ τηνε τη γη, οπού θα μ' αγκαλιάση Και στοίχειωσε κάθε κλονί από τα χώματά μου Να γένη αδιάβατο βουνό το μνήμα του Θανάση.» »Θέ μου!

Τότε σταθείς εις το μέσον των ξένων Του, χαίρων τη καρδία επί τω έργω του ελέους όπερ ήθελε να πράξη, ο Ιησούς ύψωσε τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν, ευχαρίστησεν, ευλόγησε τους πέντε άρτους, τους έκοψεν εις τεμάχια, και ήρχισε να τους διανέμη εις τους μαθητάς Του, και αυτοί προς το πλήθος· ομοίως και τα δύο οψάρια. Ήτο ταπεινόν, αλλ' αρκετόν και προς πεινώντας οδοιπόρους ηδονικόν δείπνον.