Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025


Και μ' ένα καλημέρισμα, και μια γλυκειά ματιά της, Μου τάραξε τα σωθικά και μ' άναψ' έναν πόθο. Κι' όσο που ζω δίχως αυτή και δεν τη συχνοβλέπω Μου κλέβει ο πόθος τη χαρά, τα νειάτα νύχτα-μέρα. Και το τραγούδι το θλιφτότο στόμα μου ανεβάζει. — Βάρε, Στρατή, τα πρόβατα κι' ανέβαστατη ράχη, Και μη σουράς παράωρα, μη τραγουδάς την νύχτα. Κ' η Ρήνα, η κόρη του Σταθά, είνε ταχυά δική σου.

Ώ, που με της εφτάφωνης κιθάρας το άψυχο το κέρας τραγουδάς τους ύμνους τους αρμονικούς στης μούσες, γυιέ της Λητούς! σε σένα θα μιλήσω: ήλθεςεμέ με τα χρυσά μαλλιά σου αστράφτοντας, όταν εγώ τα στήθια εστόλιζα με κίτρινα λουλούδια, όμοια με τα χρυσά φορέματά μου.

Χαράτον όπουαγκαλιαίς δροσολογιέται τέτοιαις, Χαράτον που μ' αθάνατα τέτοια φιλιά κοιμάται!... — Βάρε, Στρατή, τα πρόβατα κι' ανέβαστατη ράχη. Και μη σουράς παράωρα, μη τραγουδάς τη νύχτα, Γιατί ξυπνάει ο Δράκονταςτης ποταμιάς τα δέντρα, Ξυπνάει της βρύσης το Στοιχειό και του βουνού η Νεράιδα, Και της σπηλιάς η Μάγισσα κ' έρχονται και μας πνίγουν.

Ορθοπλωρίζω δύσκολα και ρωτάω. — Τ' είνε μωρέ; τι πάθατε; βοήθεια θέλτε; — Ο Μανωλιός μας πνίγηκε!... ο Μανωλιός μας χάθηκε!... θρηνολογεί ο καπετάν Τραγούδας. Η καταστροφή έλυωσεν ευθύς το χιόνι της καρδιάς του... Κακόμοιρο παιδί! Νερό επήγε να σύρη με τον κουβά, επαραπάτησε στο ξύλο, έπεσεπάει. Όσο και αν εγύρεψαν οι βάρκες πουθενά δεν τον ηύραν.

Και δεν μου τραγουδάς γλυκά, πόνους, φλογέρα, χύνεις! Μια μέρ' αυτή πάειτο χωριό.. Σαν έλειψε απ' εμπρός μου Σκοτείνιασ' ουρανός και γη, ανατολή και δύσι. Κ' έννοιωοα τότε αβάσταχτον, πάρα βαρύν τον πόνο. Με συνεπήρε η φλόγα του και πέρασ' απ' τον νου μου Σαν έρθη η κόρη την αυγή να της το μολογήσω... Περνούν τρεις μέραις, τρεις χρονιαίς για εμέ, και δεν εφάνη.

Και τότε όχι σαν συγγενής αλλά ναύτης. Και ο καπετάν Τραγούδας τον είχε όπως και τους άλλους ναύτες του. Τίποτα περισσότερο. Αν θέλης μάλιστα και κάτι λιγότερο από τους άλλους. — Δεν κάνει, εσυλλογίσθηκε, να του δώσω θάρρος γιατί τεμπελιάζει. Κ' η τεμπελιά 'μπορεί να τον φέρη ίσα στο δρόμο του πατέρα του. Εγύρισα πάλι στον Μανωλιό. — Βρε παιδί μου, του λέγω· τι κουβέντες είν' αυτές;

Α! ο Θεός ευλόγησε την γη που της έδωκεν αίσθημα. Όχι εκείνο το αναίσθητο στοιχειό που το αυλακώνεις και τρέχει να σβύση τ' αχνάρι σου σαν να μη θέλει ν' αφίση άλλος σημάδι στην αιωνιότητα· που το καλοπιάνεις, το παινεύεις, το τραγουδάς κ' εκείνο σε σπρώχνει σαν να σου λέγη «τι θες εδώκαι βρυχέται να σου ανοίξη τον λάκκο, τίγρις ανήμερη. Ο Κάης θαλασσινός έπρεπε να πάη έπειτ' από το κακούργημα.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν