United States or Syria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα ο Δόρκωνας ο γελαδάρης που είχε ανασύρει το Δάφνη και τον τράγο από το λάκκο, παλληκάρι που μόλις έβγανε γένια και που ήξερε και τ' όνομα και τα έργα του έρωτα, αμέσως από κείνη την ημέρα ερωτεύτηκε τη Χλόη· κι όταν επέρασαν κι άλλες πολλές ημέρες πιο πολύ εφλογιζόταν η ψυχή του· και περιφρονώντας το Δάφνη, σαν παιδί που ήτανε, εστοχάστηκε να τον παραμερίση ή με δώρα ή με φοβερίσματα.

Έπειτα σε χρυσό σταμνί τα παίρνουν και τα βάζουν 795 που μ' άλικα το σκέπασαν σκουτιά απαλοφασμένα· τότες σε λάκκο βαθουλό τα χώνουν, κι' από πάνου χοντρά λιθάρια 'να σωρό σωριάζουν χέρι χέρι.

Ραβδί και κεφάλι έσπασαν μαζύ κομμάτια, κι' ο Περινίς, ο Ξανθός, ο Πιστός, έσπρωξε με το πόδι το πτώμα μέσα στο λάκκο τον σκεπασμένο με φύλλα. Την ωρισμένη μέρα, ο Βασιλιάς Μάρκος, η Ιζόλδη και οι βαρώνοι της Κορνουάλλης, καβάλλα στα υπερήφανα άλογά τους, έφθασανλαμπρή συνοδείαστον Άσπρο Κάμπο, μέχρι τον ποταμό.

Και ο Περιμήδης τα σφακτά και ο Ευρύλοχος βαστούσαν• και απ' το πλευρό μου έσυρα το ακόνητό μου ξίφος, λάκκο μιαν πήχην έσκαψα του μάκρου και του πλάτου, 25 κ' έχυσα γύρω αυτού χοαίς όλων των πεθαμένων. και ως έβαλα μελίκρατο, κρασί γλυκό, και τρίτα νερό, και τα πασπάλισα με λευκ' αλεύρι επάνω, ταις άδειαις κάραις των νεκρών θερμά παρακαλώντας, να σφάξω ετάχθηκα εκλεκτήν και στείραν αγελάδα, 30 ως φθάσω εις την Ιθάκη μου, και μιαν πυρά να κάψω πολύδωρην, και χωριστόν αρνί του Τειρεσία να θυσιάσω, ολόμαυρο, του κοπαδιού το πρώτο. και αφού με τάμματα, μ' ευχαίς θερμαίς, τους πεθαμένους ξιλέωσα, πήρα τ' αρνιά και τα 'σφαξατον λάκκο, 35 κ' έρρεε το αίμα ολόμαυρο• και ιδές, εσυναζόνταν των πεθαμένων η αμυχαίς του ερέβους απ' τα βάθη, νέαις και νέοι, γέροντες πολύπαθοι μ' εκείνους, και ομού παρθέναις τρυφεραίς με νεόλυπην καρδία, και άνδρες πολλοί, 'που τρύπησαν η χαλκοφόραις λόγχαις 40την μάχη, κ' είχαν τ' άρματατο αίμ' όλο βαμμένα. εδώθ' εκείθεν άπειροιτον λάκκο γύρω ερχόνταν μ' αλαλαγμόν αμίλητον αχνός μ' επήρε φόβος, τότ' είπα των συντρόφων μου να γδάρουν και να κάψουν τ' αρνιά, ριμμένα ως τα 'σφαξε το αλύπητο μαχαίρι, 45 κ' έπειτα ευχαίς των δυο θεών να ειπούν, εις τον ανδρείον τον Άδη καιτην άσπονδην αντάμα Περσεφόνη, και το σπαθί μου εγύμνωσα και δεν εσυγχωρούσα ταις άδειαις κάραις των νεκρών καθόλου να σιμώσουντο αίμα, πριν ερωτηθώ τον μάντη Τειρεσία. 50

Όσο για τις εικόνες που στόλιζαν τους ναούς του Κωσταντίνου, πρέπει να παρατηρηθή πως δεν παράσταιναν τόσο τους Άγιους και το Χριστό όσο πρόσωπα και πράματα παρμένα από την Παλιά Διαθήκη, δηλαδή με σκοπό να στολιστή ο ναός, κι όχι για προσκύνημα π. χ. του Αδάμ και της Εύας η ιστορία, ο Δανιήλος στο λάκκο με τα λιοντάρια κτλ. Βλέπουμε λοιπόν ως την ώρα αρχαϊκές συνήθειες στην τέχνη.

Προτού σηκωθή ο ήλιος, ο Βασιληάς καλπάζει όξω από την πόλι, στον τόπο οπού συνήθιζε να δικάζη! Διατάζει να σκάψουν λάκκο στο χώμα και να τον γεμίσουν με χοντρές και κοφτερές κληματόβεργες κι' αγκάθια άσπρα και μαύρα, βγαλμένα από την γη μαζύ με της ρίζες τους. Πρωί-πρωί, χτυπάνε τα τύμπανα για να μαζευτούν αμέσως οι άνθρωποι της Κορνουάλλης.

ΚΑΛ. Κατ' αρχάς εταράχθη ολίγον διά το αιφνίδιον, έπειτα όμως εννοήσας, υποθέτω, τι συνέβη, εγέλα και αυτός διά το λάθος του οινοχόου. ΖΗΝ. Αλλά δεν έπρεπε να πάρης το παράστρατον• από τον κανονικόν δρόμον θα ήρχετο ασφαλέστερον η κληρονομιά αν και ολίγον αργότερα. 8. &Κνήμωνος και Δαμνίππου.& ΚΝΗΜ. Μου συνέβη εκείνο που λέγει η παροιμία• έπεσα, στο λάκκο που έσκαψα.

Κ' η Χλόη, όταν είδε το τι έγινε, φτάνει τρέχοντας στο λάκκο· κι' άμα είδε πως ζη, φωνάζει βοήθεια κάποιο γελαδάρη από τα κοντινά χτήματα. Σαν ήλθε αυτός, εζήταε σχοινί μακρί για να το ρίξη του Δάφνη και να τον βγάλη από το λάκκο τραβώντας τον.

»Η αριαίς, τα πεύκα μου, τα κρύα νερά μου, Θέλω Λαμπέτη μου, να μη με ιδούν, Να μη γνωρίσουνε την ασκημιά μου... Έλα να φύγωμε, μην πικραθούν.» »Τώρα που μ' έφερες ως τα Παλάτια, Σκάψε το λάκκο μουαυτήν τη γη. Εδώ δε φτάνουνε του εχθρού τα μάτια Δεν αναιβαίνουνε παρά αητοί.» »Λαμπέτη, χώσε με με τάρματά μου Ολόρθα, στήσε τα, δεξιά ζερβιά.

Από νοικοκύρης νεκροθάπτης. Άσχημη αλλαξιά! Ο πρώτος που μου έλαχε να κατεβάσω εις το λάκκο, ήτανε εκείνος εκεί κάτω ο Κασματζής πον εκκύταξες τη φωτογραφία του, μοναχογυιός είκοσι χρονών. Η μάννα του έκλαιε σαν αλαφίνα, Εφούσκωσαν και τα δικά μου μάτια και με περιγελούσαν οι φανοφόροι και οι παπάδες.