United States or United Kingdom ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το καλαθάκι μου, είπεν, αν βγάλω το σκέπασμά του, θα ομοιάζη σωστή φωληά. Εσύναξε γύρω της ξηρά χόρτα· ηύρε και μέσα εις κάτι αγκάθια ένα χνούδι μαλακό, και έστρωσε με αυτό το καλάθι της. — Ω! τι ωραία τώρα! Έβαλε μέσα τα πέντε πουλάκια. Αλλά πρέπει να δέσω την καινούργια φωληά υψηλά επάνω εις το δένδρο, διά να μη πέση και αυτή, συλλογίζεται. Με τι όμως;... Έξαφνα κτυπά με χαράν τα χέρια!

Επλησίασεν ο όφις εκεί, και εκόλλησεν εις το δένδρον εκεί που αγροικούσε την οσμήν επάσχισεν από κάθε μέρος να χωθή μέσα εις τα αγκάθια, αλλά ματαίως εκοπίασεν όλην την νύκτα φυλάγοντάς με ωσάν η γάτα, που φυλάγει να πιάση τον ποντικόν· τέλος πάντων όταν εξημέρωσεν ανεχώρησεν από εκεί επειδή τα φίδια και εις εκείνο τον νησί, την ημέραν κρύπτονται εις σπήλαια διά τον φόβον που έχουν από κάποια μεγάλα όρνεα, τα οποία είνε εχθροί των θανάσιμοι και τα κυνηγούσι διά να τα φάγουν.

Τα ξένα αγκάθια οπού είπες, Λογιότατε, η χρεία και η συνήθεια τα μεταμορφόνουν σε άνθια. μήτε ημπορούμε να υποθέσωμε γλώσσαν στον κόσμον, οπού να μην έλαβε τα αγκάθια χώρια ενού γένους, οπού σε καμμίαν εποχήν του να μην ανακατώθηκε με άλλο, και να μην απόχτησε από ταις ιδέαις του, και να μην εδανείστηκε λέξαις του για να της παραστήση, πράμμα αδύνατο να το ξέρωμε από ιστορίαν.

Η απλή γλώσσα, αποκρίθηκε ο Λογιότατος, ώντας φτωχή και γεμάτη βαρβαρισμούς, δεν είναι καλή για να συγγράψουν σε ταύτην, καθώς τυχαίνει. Πρέπει λοιπόν να διορθωθή πρώτα, καθαρίζοντας την από τα ξένα αγκάθια, και ζυγόνοντας την όσο το δυνατόν στην ελληνική, να της δοθή η πρώτη μορφή της. Δεν θελά ήταν ωφελιμώτερος σκοπός από ταύτον, εφώναξε ο Γέροντας, αν ημπόρηγε να κατορθωθή.

Η Μπαμπέττα ησθάνετο σαν να είχε εις την καρδιά της βάρος, που εγίνετο όλο και βαρύτερον· ήτο η ενοχή προς τον Ρούντυ, ενοχή προς τον Θεόν· αιφνιδίως έμεινεν εγκαταλελειμμένη· τα ενδύματά της ήσαν ξεσχισμένα από τα αγκάθια, τα μαλλιά της άρχισαν ν' ασπρίζουν, εν τη οδύνη της εκύτταξε προς τα επάνω και είδε εις το χείλος του βράχου τον Ρούντυ.

Το αφεντικό μου, ο ντον Πρέντου, αδιαφορεί γι’ αυτό το κομμάτι γης: έχει τόσα άλλα κτήματα. Το μεγάλο, στο Μπάντε Σάλικε, εκείνο μάλιστα, δίνει παραγωγή. Τα φρούτα από ’δω το αφεντικό μου τα στέλνει πεσκέσι στις ξαδέλφες του, τις κυράδες σας, εκείνες όμως μένουν πάντα κλεισμένες μέσα όπως ο σκαντζόχοιρος στ’ αγκάθια του.

Ο αέρας άρχισε να βογκά και να συνεπαίρνη τ' αγκάθια και τα ξερόφυλλα της ράχης, η φωτιά να παραδαίρνη, το μπούτι να ροδοκοκκινίζη στη θράκα και η κουβέντα ν' ανάβη.

«Βάτοι κι αγκάθια, τώρα σεις βγάλετε μενεξέδες και συ, ζιμπούλι, στόλισε ταγκαθωτά βοτάνια, οι άκαρπες κουκουναριές ας κάνουν τώρ' αχλάδια, τώρα τα λάφια, θαρρετά, ας κυνηγούν τους σκύλλους και τώρα οι κούκοι ας κελαϊδούν ταηδόνια να σωπαίνουν κι όλα ας αλλάξουνε στη γη μια που πεθαίνει ο Δάφνις». Πάψετε, Μούσες, πάψετε ταγροτικό τραγούδι.

Να ξενυχτήσω Να μη χαθώ. Αποριμμένο Σε άγρια αγκάθια, Πικρά μου χάδια Και ξενητιαίς. Θρηνόντας μένω, Και εκεί διαβαίνω Κακαίς νυχτιαίς. Κι' εκεί που στέκω Μαμουριασμένο, Και μαραμένο Θρηνολογώ, Νια, βλέπω, βγαίνει. Νια αρματομένη, Σαν κυνηγό. Βαστάει δίχτια, Δίχτια ασημένια, Συρματερένια Στ' αριστερό Και στη δεξιά της, Με τ' άρματά της, Κλουβί αργυρό.

Και αν αίσθησιν έχεις, μη το υποφέρης· μην αφήσης της Δανίας την κλίνην την βασιλικήν κοίτη να ήναι πόθων αισχρών και μιαρής αιμομιξίας. Αλλ' όπως και αν συ μέλλης τούτο να ενεργήσης, φύλαξε την καρδιά σου αγνήν και της μητρός σου κακά να κάμης μη σκεφθής, αλλ' άφησέ τηντον θεόν καιαυτά τ' αγκάθια 'πούτα σπλάχνα μέσα της κατοικούν, πικρά να την πληγόνουν.