United States or Mayotte ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από το κεντημένο με λουλούδια δισάκι του αναδυόταν η μυρωδιά του γκατό , που πήγαινε πεσκέσι στον φίλο του τον Ρέτορα, και πρόβαλε ακόμη ο βιολετής λαιμός μιας νταμιτζάνας με κρασί. «Κι εσύ, βλάκα, πας με τα πόδια; Ακόμα και το άλογο σε βάλανε να κάνεις τώρα; Δώσε μου το δισάκι, θα σου το κουβαλήσω εγώ. Δεν θα τον σκάσω, μην φοβάσαι!

Το αφεντικό μου, ο ντον Πρέντου, αδιαφορεί γι’ αυτό το κομμάτι γης: έχει τόσα άλλα κτήματα. Το μεγάλο, στο Μπάντε Σάλικε, εκείνο μάλιστα, δίνει παραγωγή. Τα φρούτα από ’δω το αφεντικό μου τα στέλνει πεσκέσι στις ξαδέλφες του, τις κυράδες σας, εκείνες όμως μένουν πάντα κλεισμένες μέσα όπως ο σκαντζόχοιρος στ’ αγκάθια του.

Και προσατενίζων προς τον Κομποδήμον προσέθηκε: — Τώρα πλεια, κολλήγα, θα ιδούμε και το πεσκέσι σου. Ήταν τυχερό βλέπεις να το φάμε μαζί. — Το βλέπεις και χωρίς να το ιδής, κολλήγα. Γέμισε όλο το σπίτι μυρωδιά. Αχ! Να τρως και να λες νάχα και άλλο, κολλήγα· αξίζει αυτό όχι ένα θήλιασμα, δέκα θηλιάσματα αξίζει. Είπεν ο Κομποδήμος ετοιμαζόμενος.

Και έδειξε τους δύο γάτους, οίτινες καμαρόνοντες εκεί ένθεν και ένθεν της εστίας, εκίνησαν αίφνης το μυστακοφόρον ρύγχος των ως να ήθελον ν' αποδιώξωσι παρερχομένην μυίαν. Συνήθιζεν ενίοτε να πειράζη την σύζυγόν του ο Μπάρμπα-Σταύρος, διά την στείρωσίν της. Ο ποιμήν εγέλασεν υπό τους μύστακάς του. — Σας έφερα πεσκέσι, ένα γουρνόπουλο, κολλήγα, για τ' καλή χρονιά.