United States or Finland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τον ήβρε πικρά που θρήναε, κι' οι πιστοί τριγύρω του συντρόφοι είχαν δουλιές κι' ετοίμαζαν να φάνε χέρι χέρι· κι' είχανε κριάρι μαλλιαρό σφαγμένο εκεί στην άκρη. 125 Και πήγε κάθησε κοντά κοντά η καλή του η μάννα, που τρυφερά τον χάιδεψε και τούπε αγαπημένα «Παιδί μου, πες μου, ως πότε πια με στεναγμούς και κλάμα θα τρως τα σπλάχνα σου, χωρίς μήτε ψωμί ν' αγγίζεις μήτε γυναίκα; Μα καλό και σ' αγκαλιά γυναίκας 130 να γύρεις, τι πολλή ζωή δεν έχεις πια, μον τώρα σου στέκει δίπλα ο θάνατος κι' η άπονη σου η μοίρα.

ΑΣΤ. Άλλος διάολλος ετούτοςκαι γιατί μουρέ λάβωσες τον Κρητικό; ΑΛΒ. Πωγιατί να το λες ορέ έφαγες κουράδιαις, το χτύπησες ψύχα ψύχα. ΑΣΤ. Εγώ μουρέ; να ξαφνικό να σ' ούρτη. ΑΛΒ. Ορέ εσύ εγώ, εγώ εσύ, πώ χτύπησες Κριτίκα. γιατί να το τρως κουράδιαις ΑΣΤ. Όρσαι κοπλιμέντα! ΑΛΒ. Ορέ Αστρονόμο! = πρα πώς το κάνεις έτζι ορέ; πού ορέ να το πηγαίνη μέσα; ΑΣΤ. Στη φυλακή Μπώγια.

Έτσι ε; του είπε αναμπαιχτικά, στεκάμενος αντίκρυ του· δεν δίνεις, χέρι και συ! Τρως το λάδι μου, καταλείς τα κεριά μου, δέχεσαι το θυμίαμα και τα γονατίσματα του φτωχόκοσμου και την ώρα που σε χρειάζεται δεν λες και συ να τον βοηθήσης. Σύντροφος λοιπόν με την τύχη μου και συ· κόντρα και συ!

Μη φοβάσαι, είπεν ο κυρ-Μοναχάκης, αν λες αλήθεια, δεν τρως ξύλο· μα έλα δω... ειπέ μου τι ξέρεις... γιατί... Η λέξις αύτη ήτο η μόνη ην επρόφερε όπως υποδηλώση την θλίψιν, την οργήν και την εντροπήν του. — Να, μπάρμπα, είπεν αναθαρρήσας και σταθείς εγγύς της θύρας ο παις.

Μα κάτσε κι' άρχισε να τρως, γιατί οι θεοί προσμένουν, 95 και θαν τα πω εγώ σ' όλους τους τι μας μηνάει ο Δίας, άσκημες μας μηνάει δουλιές, που δε θαρρώ θ' ανοίξουν την όρεξη όντου ζωντανού, ούτε θεού ούτ' ανθρώπου, τώρα αν ακόμα μ' ήσυχο κεφάλι τρώει κανείς τους

ΝΕΑΝΙΑΣ Ναι, όποιος θέλει δηλαδή να πάη με την τύχη, όπως στα ζάρια γίνεται, ας πάρη όποια τύχη. Α' ΓΡΑΥΣ Μα με τα ζάρια, όπως λες, δεν τρως κι' όταν πεινάς. ΝΕΑΝΙΑΣ Δεν ξέρω τι μου τσαμπουνάς. Την πόρτ' αυτή κτυπώ εγώ• έτσι θαρρώ καλήτερα. Α' ΓΡΑΥΣ Όταν κτυπήσης δηλαδή την πόρτα μου προτήτερα. ΝΕΑΝΙΑΣ Εγώ δεν θα κτυπήσω κρησάρες να ζητήσω.

Και προσατενίζων προς τον Κομποδήμον προσέθηκε: — Τώρα πλεια, κολλήγα, θα ιδούμε και το πεσκέσι σου. Ήταν τυχερό βλέπεις να το φάμε μαζί. — Το βλέπεις και χωρίς να το ιδής, κολλήγα. Γέμισε όλο το σπίτι μυρωδιά. Αχ! Να τρως και να λες νάχα και άλλο, κολλήγα· αξίζει αυτό όχι ένα θήλιασμα, δέκα θηλιάσματα αξίζει. Είπεν ο Κομποδήμος ετοιμαζόμενος.

Πέτα τριγύρω του, και κάνε τον χάζι. Τρώγει το βραδινό του. Πάμε στ' αυτάκι του. «Ήρθα κι άλλη φορά, λαοπόθητέ μου Άναξ, κ' έστρωσα το χαλί μου στ' αρχοντικό σου, φίλε που όνομα δε σου βρίσκω. Πρέπει να με πήρες για τρελλό τότες, γιατί βλέπω και τρως με κάμποση όρεξη. Ο Θεός να σε φωτίζη να μας παίρνης για τρελλούς πάντα.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Βέβαια• από πολλή για σένα αγάπη και φροντίδα μου. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Μωρ' τ' είν' αυτά; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Μα πουθενά ο νόμος δεν το λέει, απ' το παιδί του ο γονηός να κλαίη. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Και τάχα πώς, τους πετεινούς αφού μιμείσαιόλα αυτά, σε ξύλο δεν κουρνιάζεις συ, και πώς δεν τρως και συ σκατά; ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Μα τούτο το παράδειγμα, κακόμοιρε, που φέρνεις, ούτ' ο Σωκράτης θαύρισκε σωστό.

Έτσι το κάνουν κι' οι θεοί• για ιδές ταγάλματά τους στα χέρια• σαν ευχόμεθα να δώσουν ταγαθά τους, στέκουν, κι' ανάποδα κρατούν τα χέρια τους αείποτε, όχι να δώσουνε κι' αυτοί, αλλά ν' αρπάξουν τίποτε. Α' ΑΝΗΡ Ευλογημένε άνθρωπε! παραίτησε με τώρα να προετοιμασθώ κ' εγώ• και μη μου τρως την ώρα, να συμμαζέψω τούτα εδώ. . . Πού τώχω το λουρί; Β' ΑΝΗΡ Με τα σωστά σου θα τα πας;